ήμερα Σάββατο 25 Ἰανουαρίου 2020, τό ἑσπέρας ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, πλαισιούμενος ἀπό τόν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Τεγέας κ.κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΝ και Ἱερεῖς τῆς πόλεως, τέλεσε Τρισάγιο στό μνῆμα τῶν μακαριστῶν προκατόχων του Ἀρχιερέων, στό Κοιμητήριο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Τριπόλεως.
Αὔριο Κυριακή, 26η Ἰανουαρίου 2020, ὁΣεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Μαντινείας καί Κυνουρίας, κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, θά τελέσει στόν Μητροπολιτικό Ἱερό Ναό Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία καί ἱερό Μνημόσυνο ὑπέρ μακαρίας μνήμης καί αἰωνίου ἀναπαύσεως τῶν ἀειμνήστων Ἀρχιερέων τῶν ἀρχιερατευσάντων στήν Ἱερά Μητρόπολη Μαντινείας καί Κυνουρίας, τῶν Ἱερέων τῶν ἱερατευσάντων εὐόρκως στόν Μητροπολιτικό Ἱερό Ναό, ὡς καί πάντων τῶν κεκοιμημένων Εὐεργετῶν καί Δωρητῶν τοῦἹεροῦ Ναοῦ.
Κεκοιμημένοι Ἀρχιερεῖς:
ΙΩΑΚΕΙΜ, Ἀρχιεπίσκοπος Τριπολιτσᾶς, πρό τοῦ 1763.
ΑΝΘΙΜΟΣ, Ἀρχιεπίσκοπος Τριπολιτσᾶς, 1763-1770
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ, Μητροπολίτης Ἀμυκλῶν καί Τριπολιτσᾶς, 1793-1817
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, Μητροπολίτης Ρέοντος καί Πραστοῦ, 1812-1852.
Κατά τήν μαρτυρίαν τοῦ σοφοῦΚωνσταντίνου Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων γεννήθηκε ἐκ γονέων Θεσσαλῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει τήν 3ην Ὀκτωβρίου τοῦἔτους 1787. Εἰσῆλθεν ἀπό νεαρᾶς ἡλικίας εἰς τάς τάξεις τοῦ ἱεροῦ Κλήρου καί ὑπό τοῦΠατριάρχου Καλλινίκου τοῦ Ε΄ (α΄ 1801-1806, β΄ 1808) ἀνεδείχθη Μέγας Πρωτοσύγκελλος τοῦΟἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὑπό δέ τοῦΠατριάρχου Ἱερεμίου τοῦ Δ΄ (1809-1813) τό ἔτος 1812 ἐξελέγη Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ρέοντος καί Πραστοῦ(Κυνουρίας). Ὁ Διονύσιος ἦτο ἀνήρ μέ φωτεινήν διάνοιαν, ἔμπειρος καί δραστήριος. Προεπαναστατικῶς προετοίμασε τόν λαό τῆς Ἐπαρχίας του, ἀλλά καί τῆς Πελοποννήσου ἐν γένει, γιά τόν μεγάλο του Γένους ἀγῶνα. Κατά δέ τούς χρόνους τῆς Ἐπαναστάσεως ἀπεστάλη ὑπό τῶν Ἑλλήνων πρέσβυς εἰς τήν Κυβέρνηση τῆς Ἑπτανήσου, ἐπιστρέψας ἐκ τῆς ἀποστολῆς του ταύτης, ἔλαβε ἐνεργό μέρος εἰς τόν ἀγῶνα τοῦ Ἔθνους, παρευρέθη εἰς τάς Ἐθνικάς Συνελεύσεις καί προσέφερε τάς πολυτίμους ὑπηρεσίας του ἐν αὐταῖς. Ἀντέδρασε καί ἀγωνίσθηκε μετά πείσματος κατά τῶν ἀπόψεων τοῦ Φαρμακίδου καί τῆς Ἀντιβασιλείας περί τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ Αὐτοκεφάλου της Ἐκκλησίας τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ χωρισμοῦτης ἀπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί διά τοῦτο ἐσυκοφαντήθη, κατετρέχθη καί ποικίλους ὑπέστη διωγμούς. Διετέλεσε ἐπί μίαν πενταετίαν (1853-1840) Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἀκολούθως Σύμβουλος αὐτῆς μέχρι τῆς εἰς Κύριον ἐκδημίας του. Ἀπεβίωσε ἐν Ἀθήναις τήν 21ην Ἰανουαρίου 1852 καί ἐκηδεύθη δαπάναις τῆς Κυβερνήσεως ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Πετράκη.
ΔΑΝΙΗΛ, ὁ ἀπό Ἀκόβων, Μητροπολίτης Τριπολιτσᾶς 1819-1831.
Διαμαντής Παναγιωτόπουλος κατά κόσμον καλούμενος, γεννήθηκε εἰς τήν Δημητσάνα περί τό ἔτος 1765. Ἦτο συγγενής του Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄ καί διετήρει Σχολεῖο εἰς τά Λαγκάδια τῆς Γορτυνίας. Τό ἔτος 1814 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀκόβων (Γορτυνίας) καί μεταβάς εἰς Κωνσταντινούπολη χειροτονήθηκε διαδοχικῶς ἐντός πεντήκοντα ἡμερῶν Διάκονος, Ἱερεύς καί Ἀρχιερεύς, κατασταθείς ἀκολούθως Ἐπίσκοπος Ἀκόβων. Ὡς Ἐπίσκοπος ὁ Δανιήλ ὑπέφερε, διότι ἡ Ἐπαρχία του ἦτο πτωχή καί δέν παρεῖχε εἰς αὐτόν ἐπαρκῆτά μέσα συντηρήσεως καί, ὡς ἐκ τούτου, ἐδυσκολεύετο νά ἐκπληροῖ τάς πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ὑποχρεώσεις του καί, διά τόν λόγο αὐτόν, συνεχῶς ἐδέχετο παρατηρήσεις καί μομφάς. Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε΄, τόν Δεκέμβριο τοῦ 1819 προήγαγεν τόν Ἐπίσκοπον Ἀκόβων Δανιήλ εἰς Μητροπολίτην Τριπολιτσᾶς. Ἀπό τῆς νέας του καί ἐπικαίρου ταύτης θέσεως ὁ Δανιήλ προσέφερε πολλάς ὑπηρεσίας εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί τήν Πατρίδα. Τήν 18ην Μαρτίου 1821 συνελήφθη ὑπό τῶν Τούρκων καί ἐγκλεισθείς μετά λοιπῶν Ἀρχιερέων καί Προκρίτων τῆς Πελοποννήσου εἰς τάς φυλακάς τοῦ Σεραγίου ὑπέστη φοβεράν ἑξάμηνον δοκιμασίαν ἐν αὐταῖς. Ἀπελευθερωθείς κατά τήν ἅλωσιν τῆς Τριπολιτσᾶς, ἔλαβεν ἐνεργόν μέρος εἰς τόν ἱερόν τοῦ Ἔθνους ἀγῶνα καί εὑρισκόμενος μέσα εἰς τάς συγκρούσεις καί τά πάθη διαδραμάτισε σπουδαιότατον ρόλον συμφιλιωτοῦ καί συμβούλου, «ἵνα τό Ἔθνος τό ἅγιον τῶν Χριστιανῶν μή ἀποτυφλωθέν ὑπάγη εἰς ἀπώλειαν», ὡς διεκήρυττε. Διεδραμάτισεν ἐπίσης καί πρωτεύοντα ἐκκλησιαστικόν ρόλον καί κατά τήν Καποδιστριακήν ἐποχή διορισθείς ὑπό τοῦ Κυβερνήτου μέλος τῆς πενταμελοῦς Ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία περιηγήθη τήν Πελοπόννησον καί ἐμελέτησε ἐκ τοῦ πλησίον τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση. Ἀπεβίωσε στήν Τρίπολη τήν 10η Ὀκτωβρίου 1831.