Μενού Κλείσιμο

Ἐνοριακοί Ἱεροί Ναοί

Ἐνοριακοί Ἱεροί Ναοί 156. Παρεκκλήσια 70.

Ἐξωκκλήσια 624. Ναοί Κοιμητηρίων 172. Ἰδιωτ.Ναοί 14. Μοναστηριακοί Ναοί 47.

Ἐφημέριοι Ἅ 33, Β 45, Γ 25, Δ 30. Ἄγαμοι 13.

Ἔγγαμοι 121. Διάκονοι 4. Σύνολον 134. Σύνταξιοὖχοι 49, ἐξ αὐτῶν Ἱερεῖς 23.

Ἱερός Ναός τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος

Ὁ Ἱερός Ναός τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος στήν Τρίπολι ἔχει τήν πορεία του μέσα στό χρόνο καί στην ἱστορία στή ζωή τῆς Πόλεώς μας πού θά προσπαθήσουμε νά καταχωρίσουμε στή συνέχεια μέ την ἐπιθυμία νά γνωρίσουμε τό παρελθόν καί νά παρακολουθήσου με τήν ἐξέλιξή του στό μέλλον.

Χτίστηκε λίγα χρόνια μετά τήν Ἐπανάστασι τοῦ 1821 ἀπό εὐλαβεῖς Τριπολιτσιῶτες για να ἐκφρασθῆ ἡ εὐγνωμοσύνη τους πρός τόν Θεόν καί τόν Ἅγιο Τρύφωνα γιά τή μεγάλη δωρεά πού ἔλαβαν, τήν ἀπόκτησιν τῆς ἐλευθερίας. Ὁ Τόπος πάνω στον ὁποῖον ἔκτισαν τόν Ναόν ἦταν ἕνα πετρῶδες ὕψωμα νοτιοδυτικά καί ἔξω ἀρκετά ἀπό την Πόλιν, πού ἔφερε τό ὄνομα Μεγάλη Πέτρα. Ἐκεῖ, λοιπόν, στό ὕψωμα τῆς Μεγάλης Πέτρας, χτίστηκε ἁπλό καί ἀπέρριτο καί χωρίς καμμίαν ἀρχιτεκτονικήν ἰδιαιτερότητα το μονόχωρο Ναΰδριον τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος καί παρέμενε ὡς ἐρημικό Ἐξωκκλήσι τῆς Τριπολιτσᾶς πού τή λειτουργική φροντίδα του εἶχαν ἀναλάβει οἱ Ἱερεῖς τοῦ ἐνοριακοῦ Ναοῦ τῶν Ταξιαρχῶν τῆς Πόλεως καί λειτουργοῦσε πανηγυρικά μόνον τήν ἡμέρα τῆς Ἑορτῆς του, δηλαδή τήν 1ην Φεβρουαρί ου κάθε χρόνου.

Ὅμως, τό Ἐκκλησάκι τοῦτο οἱ Χριστιανοί τό ἐσυμπάθησαν και ἑνωμένοι σέ ὁμάδες ἐφρόντισαν να τό εὐπρεπίσουν καί νά τό πλουτίσουν μέ ἱερά σκεύη, μέ βιβλία λειτουργικά καί μέ ἱερές εἰκόνες ὥστε νά εἶναι λειτουργικό. Στήν ἔρευνα πού ἐκάναμε βρήκαμε ὅτι στό Ναΰδριον τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος, τό ἔτος 1855, κατασκευάσθηκε ἡ εἰκόνα τοῦ Ἀρχιερέως Χριστοῦ ἀπό τόν ἁγιογράφο τοῦ Ναυπλίου Ἰωάννη Δημάδη, μέ δαπάνη ὁμάδος Τριπολιτσιωτῶν για τήν ψυχικήν των ὠφέλεια. Ἐπίσης, στά χρόνια πού ἀκολουθοῦν βλέπομε τό ἐνδιαφέρον τῶν πιστῶν νά εἶναι ἔκδηλον, πού πάλι σέ ὁμάδες συνασπιζόμενοι, ἁγιογραφοῦν τίς εἰκόνες τοῦ Τέπλου, πληρώνουν ὁμαδικά τή δαπάνη καί καταγράφουν ἐπάνω σ’αὐτές τά ὀνόματά τους καί ἐπικαλοῦνται τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων καί χωρίς νά το συνειδητοποιοῦν καταγράφουν καί τήν ἱστορίαν τοῦ Ναοῦ και τῆς Πόλεως.

Μητροπολιτικός Ἱερός Ναός Ἁγίου Βασιλείου

ΚΗΡΥΞΗ: Υ.Α. ΥΠΠΟ/ ΑΡΧ/ Β1/ Φ30/ 39768/ 771/ 20-8-1992 (ΦΕΚ 541/ Β/ 27-8-1992) ως κτίριο που χρήζει ειδική κρατική προστασία.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ

Ο θεμέλιος λίθος του Αγίου Βασιλείου τέθηκε το 1855 και τα εγκαίνιά του έγιναν 29 χρόνια μετά, το 1884. Πρόκειται για την κορυφαία εκκλησία της Τρίπολης.

Η Τρίπολη οφείλει το όνομά της πιθανώς στο γεγονός του συνοικισμού της από τις τρεις αρχαίες πόλεις της Μαντινείας, της Τεγέας και του Παλλαντίου. Το όνομά της αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Stefano Magno ως ερειπωμένο κάστρο Droboliza. Στις αρχές του 17ου αιώνα αποτελεί μια μεγάλη πολιτεία, έδρα του Τούρκου πασά και κέντρο της Πελοποννήσου, όμως στα τέλη του 18ου αιώνα επιδημία πανούκλας διώχνει τους κατοίκους της, οι οποίοι επιστρέφουν πάλι και η πόλη ξαναβρίσκει τη ζωντάνια της.

Με την έναρξη της Επανάστασης η Τρίπολη πολιορκείται από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος την κατέλαβε ύστερα από πέντε μήνες, κατορθώνοντας ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του Αγώνα. Το 1828 πυρπόλησε την Τριπολιτσά και την κατέστρεψε, ενώ γκρέμισε και την προγενέστερη εκκλησία όπου λατρευόταν ο άγιος Βασίλειος. Στις 7 Ιουλίου 1855 μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε το κέντρο της πόλης. Αυτή η πυρκαγιά δημιούργησε τις συνθήκες της κατασκευής του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Βασιλείου.

Η εκκλησία άρχισε να κτίζεται το 1855 και αποτελεί έργο αγνώστου  αρχιτέκτονα. Ωστόσο, φαίνεται ότι σημειώθηκε διακοπή στις εργασίες κατασκευής της κατά το 1862-1863, αφού είχαν κτιστεί τα εργαστήρια από πρώτης ποιότητος συμπαγή ντόπιο μέλανα ασβεστόλιθο. Οι εργασίες του κυρίως ναού συνεχίστηκαν κατά το διάστημα 1864-1868 υπό την επίβλεψη του λοχαγού μηχανικού Αθ. Πολιτόπουλου. Πρόκειται για λιθόδμητο κτήριο με εξωτερική σύνθεση από λευκό μάρμαρο Δολιανών κατά το ισοδομικό σύστημα, έως το ύψος του πρώτου κοσμήτη.

Κατά τα έτη 1868-1884 πραγματοποιήθηκε η τρίτη οικοδομική φάση από τον πρώτο κοσμήτη (σε ύψος 5 μ.) έως το γείσο, μαζί με τους εσωτερικούς στύλους. Το συνολικό ποσό της δαπάνης ανήλθε στις 30.000 δραχμές. Το 1869 ο συνταγματάρχης Γεράσιμος Μεταξάς σχεδίασε τα δύο νέα κλιμακοστάσια, αντί του ενός μετωπικού.

Εμφανίζονται και άλλοι μηχανικοί, μεταξύ των οποίων ο Ν. Παντζείρης, ο οποίος εκπόνησε τα κατασκευαστικά σχέδια των αετωμάτων και του τρούλου περί το 1878. Την άνοιξη του 1880 φαίνεται ότι είχε κατασκευαστεί το γείσο του τρούλου και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους παρελήφθησαν φύλλα χαλκού για την επένδυση του τρούλου. Ο ναός τον Αύγουστο του 1882 φαίνεται ότι λειτουργείται. Τέλος, το 1883 ή αρχές του 1884 αναφέρεται δαπάνη για ξύλινο «τέμπλεον».

Το 1884 Γάλλοι μηχανικοί υπό τον Βidaut εκπονούν σχέδια ανακατασκευής δυτικού εξώστη και δυτικής όψης εργαστηρίων (σχέδια που εφαρμόστηκαν και διασώζονται) συνοδευόμενα από έκθεση στη γαλλική γλώσσα. Διασώζονται σειρές καταστάσεων μαστόρων και μαρμαράδων (μεταξύ των οποίων πολλοί Τηνιακοί), όπως και αποδείξεις δομικών υλικών.

Τα εγκαίνια του ιερού ναού πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 3 Ιουνίου 1884. Οι συμπληρωματικές εργασίες δεν σταμάτησαν και συνεχίστηκαν προμήθειες σκευών. Το 1885 άρχισε η διαδικασία επικάλυψης των τρούλων με φύλλα χαλκού, τα οποία είχαν παραγγελθεί στο Μάντσεστερ και η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε το 1890.

η τέταρτη και τελευταία κύρια οικοδομική φάση περιέλαβε την κατασκευή των κωδωνοστασίων εκ των οποίων το ένα αποπερατώθηκε το 1903 και το δεύτερο πιθανόν το 1905. Το μαρμάρινο τέμπλο αποτελεί σχέδιο του Ερνέστου Τσίλερ και λαξεύτηκε το 1911 από τεχνίτες της οικογένειας Ρεμούνδου. Ο δεσποτικός θρόνος και ο άμβωνας –που και τα δύο είναι μαρμάρινα- κατασκευάστηκαν επίσης  με σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΤΟΙΧΟΠΟΙΪΑ

Ο ναός ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο με τρίπλευρη εξωτερικά αψίδα. Οι κεραίες του σταυρού στεγάζονται με δίρριχτες στέγες, ενώ ο τρούλος είναι επενδεδυμένος με χαλκό, με το τύμπανό του διάτρητο από μονόλοβα παράθυρα.

Οι προσόψεις του ναού, διαιρεμένες καθ’ ύψος με γείσα σε τρεις ορόφους, διατρυπώνται από μονόλοβα, δίλοβα και τρίλοβα ανοίγματα, καθώς επίσης και από φεγγίτες και φωτιστικές θυρίδες. Στην πολυπλοκότητα των όψεων συμβάλλει η κλιμακωτή σε πολλά επίπεδα διαμόρφωσή τους. Οι κάθετοι τοίχοι των κεραιών του σταυρού εξέχουν ελαφρώς από τους υπόλοιπους τοίχους.

Όλες οι θύρες του ναού, που είναι τοξωτές, περιβάλλονται επίσης από παραστάδες με επίκρανα και στεγάζονται με επίστεψη αετωματικής μορφής. Στη δυτική πλευρά, εκατέρωθεν της θύρας εισόδου και της δυτικής κεραίας του σταυρού, υψώνονται με τη μορφή πύργων δύο πολυώροφα κωδωνοστάσια, των οποίων ο τελευταίος όροφος, διάτρητος από δίλοβα ανοίγματα, προβάλλει πάνω από το σώμα του ναού.

Ο ναός είναι κτισμένος κατά το ισοδομικό σύστημα, με χρήση μαρμαρόλιθων με συμμετρικές διαστάσεις και εδράζεται σε ισόγειο που εσωτερικά στεγάζεται με σταυροθόλια και θολίσκους.

Κατά την παράδοση, αυτός ο ισόγειος χώρος είχε ξεκινήσει να κτίζεται τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια για να χρησιμοποιηθεί ως τζαμί. Η θέση του ναού, ο προσανατολισμός του (ΝΑ) και οι διαστάσεις του καθορίστηκαν ακριβώς από το προϋπάρχον εκεί μουσουλμανικό τέμενος του Μπεκίρ Πασά. Με αφετηρία την ορθογώνια κάτοψή του χαράχτηκε η κεντρική πλατεία και εν συνεχεία η νέα Τρίπολη. Πολεοδόμοι υπήρξαν οι Auguste Thophile Garnot και Σταμάτης Βούλγαρης.

ΦΟΡΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ – ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Οι κυριότερες δεσποτικές εικόνες είναι έργα του 1918, του αγιογράφου Κωνσταντίνου Αρτέμη (1878-1972). Η τοιχογράφηση πραγματοποιήθηκε από τον Κωνσταντίνο Λώκη και ολοκληρώθηκε (με ορισμένες μεταγενέστερες συμπληρώσεις) είτε το 1927, είτε -το αργότερο- το 1928.

Πυρκαγιά που ξέσπασε στο ναό τον Οκτώβριο του 1995 προκάλεσε ζημιές στο δυτικό τμήμα του ναού, στο νάρθηκα. Σε ορισμένα σημεία της καμάρας του, καταστράφηκαν τελείως τα  επιχρίσματα, τα οποία έφεραν ανεικονικό διάκοσμο, ενώ αιθάλη σε αραιό στρώμα κάλυψε τις  υπόλοιπες τοιχογραφημένες εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

–        Κούτση Αθηνά, Κούτση Βασιλική, Καζαμιάκης Κων/νος,  Μελέτη αποκατάστασης Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου, Αρχείο 25ης Ε.Β.Α.

http://inagiouvasileioutripoleos.gr/

Ο Ιερός Ναός Κοίμησης της Θεοτόκου

ΚΗΡΥΞΗ: Β.Δ. 19-4-1921 (ΦΕΚ 68/26-4-1921), Υ.Α. 49955/1890/22-12-1952 (ΦΕΚ 10/Β/21-1-1953)

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ

Ο ιερός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, γνωστός ως Παλαιά Επισκοπή, βρίσκεται στο χώρο της Τεγέας, έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Αρκαδίας, κοντά στα χωριά Στάδιο και Αλέα.

Η Τεγέα βρίσκεται σε θέση κλειδί για τον έλεγχο των δρόμων, που συνέδεαν τη Λακωνία με το Άργος και  την Κόρινθο από τη μια και την ορεινή Αρκαδία από την άλλη.

Η συχνή μνεία της πόλης της Τεγέας από τον Παυσανία, οι αναφορές στις επιγραφές, στο πλήθος των αξιόλογων μνημείων και των άλλων λαμπρών οικοδομημάτων, αποδεικνύουν τη σημαντική της θέση μεταξύ των πόλεων της Πελοποννήσου, τόσο ως προς τον πλούτο, όσο και ως προς τον πληθυσμό των κατοίκων.

Ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως μεταξύ άλλων τμήματα στοών της Αγοράς, κτίσματα ρωμαϊκών χρόνων, αλλά και μία μεγάλη τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική (Θύρσου), τμήμα λουτρικού συγκροτήματος, χώρους κοσμημένους με ψηφιδωτά δάπεδα και μικρό μεσοβυζαντινό ναό.

ΟΝΟΜΑΣΙΑ

Σύμφωνα με τον Παυσανία, την Τεγέα την έκτισε ο βασιλιάς Αλέος. Η ονομασία της ετυμολογικά έχει σχέση με το τέγος (στέγη), είναι δηλαδή πόλη στεγασμένη, περιφραγμένη. Κατοικείται συνεχώς από τη νεολιθική εποχή, με περίοδο μεγάλης ακμής της τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ.

Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς μετονομάστηκε η Τεγέα σε Αμύκλιον-Νύκλι. Το 530 η περιοχή αναφέρεται ακόμα ως Τεγέα στον συνταχθέντα Συνέκδημο του γραμματικού Ιεροκλέους, ο οποίος περιλαμβάνει  τις υφιστάμενες  επαρχίες της βυζαντινής αυτοκρατορίας στις αρχές της βασιλείας του Ιουστινιανού και η γεωγραφική θέση της τοποθετείται μεταξύ του Άργους και της Λακεδαίμονος. Ο Συνέκδημος του Ιεροκλέους μας παρέχει την πληρέστερη εικόνα της κατάστασης της Πελοποννήσου την περίοδο του 5ου και 6ου αιώνα.

Πρώτη γραπτή μαρτυρία για τον οχυρωμένο οικισμό Ενίκλιον συναντάται σε αγιολογικό κείμενο του 10ου αιώνα. Για την προέλευση του ονόματος «Νύκλι» υπάρχουν πολλές εκδοχές. Ο Α. Χατζής υποστηρίζει ότι προέρχεται από το οικογενειακό όνομα «Νίκλης» και μάλιστα ισχυρίζεται ότι πρέπει να αναγράφεται «Νίκλι». Ο Γ. Καψάλης θεωρεί ότι προέρχεται από τις επιδράσεις του εκκλησιαστικού Αμυκλίου, δηλαδή της αρχαίας Αμύκλας, νοτίως της Σπάρτης, κοντά στο χωριό Σκλαβοχώρι. Για το πώς συντελέστηκε η μετάβαση του ονόματος της Τεγέας σε Αμυκλές υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Όπως λ.χ. ότι τη μετονόμασαν μεταναστεύσαντες κάτοικοι που έδωσαν το όνομα της παλαιάς  τους πατρίδας ή ότι μπορεί να αποτελεί λαϊκό υπόλειμμα της λόγιας λέξης «Αμύκλαι». Υπάρχει και η εκδοχή ότι όταν στάλθηκε στην επισκοπή της Τεγέας ο επίσκοπος Αμυκλών, θέλησε να κρατήσει το όνομα της παλαιάς έδρας του. Το όνομα έλαβε διαδοχικά την ακόλουθη μορφή: Αμύκλιον –Αμύκλι –Μύκλιν –Νύκλιν –Νύκλι. Η δημώδης γλώσσα αφαίρεσε το «α»  και την τελευταία συλλαβή -ον  και μετάβαλε το «μ»  σε «ν».

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Κατά τους βυζαντινούς χρόνους η Αρκαδία δεν αποτέλεσε χωριστή διοικητική διαίρεση, αλλά συμπεριλήφθηκε στο θέμα Πελοποννήσου. Ο χριστιανισμός εξαπλώθηκε νωρίς από τους πρώτους αιώνες. Η επισκοπή Τεγέας, μέχρι τα μέσα περίπου του 8ου αι. πιθανώς, είχε στη δικαιοδοσία της ολόκληρη την Αρκαδία, αλλά από την εποχή της επιδρομής των Σλάβων, αφότου καταργήθηκε η επισκοπή Τεγέας, φαίνεται ότι η Αρκαδία υπήχθη στην επισκοπή Λακεδαίμονος.

Η ειρηνική και χριστιανική ζωή της Τεγέας φαίνεται ότι διαταράχθηκε κατά τους πρώτους μ.Χ. αιώνες. Το 375 έλαβε χώρα ένας μεγάλος σεισμός, εξαιτίας του οποίου οι πόλεις υπέστησαν μεγάλες ζημιές και έγιναν πιο ευάλωτες στις επιδρομές των Γότθων.  Το 396-397 οι Βησιγότθοι με αρχηγό τον Αλάριχο κατέστρεψαν την πόλη.

Η Τεγέα ξανακτίζεται, γνωρίζει ακμή και αποτελεί έδρα επισκοπής. Η έδρα της επισκοπής στην Τεγέα φαίνεται ότι είχε ιδρυθεί στα χρόνια του Θεοδοσίου Β΄ (408-450), διότι το 451 συμμετείχε στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας μεταξύ των 630 επισκόπων (άλλοι αναφέρουν 520), ο επίσκοπος Τεγέας, Ωφέλιμος.  Άλλη γραπτή μνεία για την επισκοπή Τεγέας δεν υπάρχει.

Κατά τους επόμενους αιώνες, πιθανώς συντελέστηκε και η μετονομασία της Τεγέας σε Νύκλι. Πρώτη γραπτή μαρτυρία για τον οχυρωμένο οικισμό «Ενίκλιον» συναντάται σε αγιολογικό κείμενο του 10ου αιώνα. Ο Μονεμβασίας Παύλος αφηγείται ότι ο πρεσβύτερος Πάρδος εκάρη μοναχός από τον ίδιο και ονομάστηκε Πέτρος. Ο μοναχός Πέτρος «πορευθείς εις κάστρον λεγόμενον Ενίκλιον, ασθενεία βαρυτάτη περιπεσών μετέστη προς Κύριον». Στο κείμενο αυτό το Νύκλι ονομάζεται Ενίκλιον, σε μια προσπάθεια του συγγραφέα να μεταβάλλει το ύφος του λόγου του επί το λογιότερο.

Επίσης, κατά τα τέλη του 10ου αιώνα απαντά μια δεύτερη μνεία του κάστρου  στο Βίο του μοναχού Νίκωνος του «Μετανοείτε»: «ο μακάριος … απείπατο τέως την πρός την Σπάρτην κάθοδον και της προς Αμύκλιον φερούσης είχετο. Ως δ’ ακηκόασιν οι της Λακεδαιμόνος έποικοι την εν Αμυκλαίς τούτου επιδημίαν…».

Αναφορά που πιστοποιεί την ύπαρξη  του Αμυκλίου ως επισκοπής κατά τους  βυζαντινούς χρόνους είναι το βρέβιον βασιλικής και συνοδικής εκδόσεως, το οποίο εκδόθηκε το 1082 από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό και τον πατριάρχη Ευστράτιο Γαριδά. Με το ανωτέρω βρέβιον η επισκοπή Λακεδαίμονος ανυψώθηκε σε μητρόπολη.

Κατά τους βυζαντινούς χρόνους φαίνεται ότι η πόλη του Αμυκλίου είχε συμπτυχθεί γύρω από το ναό της Παλαιάς Επισκοπής και δεν καταλάμβανε όλη την έκταση της αρχαίας Τεγέας. Στις αρχές του 9ου αιώνα, ο συνοικισμός του Αμυκλίου εξελίχθηκε σε μια ευημερούσα πόλη, που οχυρώθηκε με κάστρο.

Το 1209 η Αρκαδία κατακτήθηκε από τους Φράγκους. Όταν οι Φράγκοι κατέλαβαν το Αμύκλι, στον επισκοπικό θρόνο της περιοχής τοποθετήθηκε λατίνος ιεράρχης (episcopus ή Ecclessia Amiclensis ή Amiclarum). Το 1222 η λατινική επισκοπή Αμυκλών ενώθηκε με την επισκοπή Λακεδαίμονος. Μετά δε την ανασύσταση των αρχιερατικών θρόνων υπό τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο (1282-1328) και τον πατριάρχη Ιωσήφ, το 1283, ο Μονεμβασίας Γρηγόριος επανίδρυσε την «Επισκοπή Αμυκλών» και χειροτόνησε ως επίσκοπό της τον Νικηφόρο Διακήν.

Το διάστημα της κατοχής της Αρκαδίας από τους Φράγκους έγιναν επαναστάσεις υποστηριζόμενες από τους βυζαντινούς δεσπότες του Μυστρά. Το 1294 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, με στρατηγό τον Ανδρόνικο Ασάν, κατόρθωσε να στήσει ενέδρα στους Φράγκους λίγο έξω από το Νύκλι, τους εκδίωξε και έτσι το Νύκλι περιήλθε πάλι στους Βυζαντινούς. Επειδή, ωστόσο, το Νύκλι βρισκόταν σε πεδιάδα και ήταν δυσφρούρητο, το εγκατέλειψε και οι κάτοικοι του αναγκάστηκαν να μετοικήσουν σε ψηλότερα και οχυρώτερα μέρη, όπως τα Κηπιανά και το Μουχλί. Το 1320 ο Ανδρόνικος Ασάν κατόρθωσε να ελευθερώσει ολόκληρη την Αρκαδία από τους Φράγκους.

Το 1397, κοντά στο Λεοντάρι, οι στρατηγοί του σουλτάνου Βαγιαζίτ νίκησαν το στρατό του δεσπότη του Μυστρά, Θεοδώρου Α΄ Παλαιολόγου. Το 1423 νικήθηκαν και οι Αλβανοί της Αρκαδίας από τον Τουραχάν Πασά. Το 1458 η Πελοπόννησος κατελήφθη από τον Μωάμεθ Β΄, ο οποίος με μια δεύτερη εισβολή το 1460 επικράτησε των δεσποτών Θωμά και Δημητρίου Παλαιολόγου.

Το 1688 η ευρύτερη περιοχή της Τεγέας, μετά από 230 έτη συνεχούς τουρκικής κυριαρχίας περιήλθε στους Βενετούς, οι οποίοι και διενήργησαν απογραφές. Μέσα στο πλαίσιο αυτό οι Βενετοί ζήτησαν από τους προκαθήμενους της μοραΐτικης Εκκλησίας να απογράψουν την εκκλησιαστική τους περιουσία. Την εποχή αυτή η Τεγέα υπαγόταν στην επισκοπή Αμυκλών με έδρα το Νεοχώρι. Από την απογραφή του 1700 διαπιστώνεται ότι το κάστρο του Νυκλίου ήταν γκρεμισμένο, ενώ ο ναός της Επισκοπής  βρισκόταν σε λειτουργία.

Ο Nicholas Biddle (1786-1844), ο οποίος ταξίδεψε στην Ελλάδα το 1806, κατά την επίσκεψή του στην Τεγέα παρατηρεί ότι η εκκλησία βρίσκεται σε ερειπιώδη κατάσταση. O Edgar Quinet περιγράφει το ναό της Επισκοπής και μάλιστα τον αποκαλεί ως «…ένα είδος οστεοθήκης της αρχαίας Αρκαδίας». Ο A. Blouet αναφέρει για το ναό της Επισκοπής: «μεγάλη εν ερειπίοις με γραφικώτατα τα σωζόμενα λείψανα αυτής».

Το 1837 στην Εφημερίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας (τεύχος Β΄) ο αρχαιολόγος Κ. Πιττάκης δημοσίευσε μια συνοπτική έρευνα για τις αρχαιότητες του νεοϊδρυθέντος ελληνικού κράτους, στην οποία -μετά από επιτόπια έρευνα στην περιοχή της αρχαίας Τεγέας- αναφέρει ότι η Τεγέα καλείται πλέον «Αχούρια» και ότι από αυτή την ένδοξη πόλη είναι πολύ λίγα τα αρχαία ίχνη με εξαίρεση την εκκλησία που καλείται Επισκοπή.

Ο J. A. Buchon αναφέρει ότι το 1842 που επισκέφτηκε την Τεγέα, ο κεντρικός τρούλος του ναού υπήρχε, ενώ η αρκαδική εφημερίδα «Βελτίωσις» (12/9/1857, αρ.297) σε σχετικό της άρθρο τοποθετεί την πτώση του τρούλου στο 1830. Κατά τα έτη 1842 και 1846 έλαβαν χώρα δύο ισχυρές σεισμικές δονήσεις στην κεντρική Πελοπόννησο, γεγονός που ενδεχομένως συνετέλεσε στην πτώση του τρούλου, ενώ η χρονική απόσταση  από το γεγονός ίσως δικαιολογεί το λάθος του αρθρογράφου. Στο ίδιο άρθρο καταγγέλλεται η απόσπαση οικοδομικού υλικού από την Παλαιά Επισκοπή για το κτίσιμο του ναού της Παναγίας στην πλατεία του γειτονικού χωριού της «Αχούριας» (Στάδιο).

Η Παλαιά Επισκοπή ήταν σταυροπηγιακή, ανήκε δηλαδή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο διόριζε αντιπροσώπους του, τους λεγόμενους «λογοθέτες» για να διαχειρίζονται τα εισοδήματα του ναού και των κτημάτων γύρω από αυτόν. Μετά την Ελληνική Επανάσταση η επαναλειτουργία του ναού συνδέθηκε με τη δραστηριότητα του Τεγεατικού Συνδέσμου, ο οποίος έκανε σημαντικές προσπάθειες για την επισκευή και αναστήλωση του ναού.

Ο Τεγεατικός Σύνδεσμος συγκροτήθηκε ως σωματείο το 1883. Εμπνευστής της ιδέας της ανακατασκευής του ναού ήταν ο ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος του συλλόγου, Λεωνίδας Σβώλος. Τον Αύγουστο του 1884 ο Τεγεατικός Σύνδεσμος με πρωτόκολλο παρέλαβε την ιδιοκτησία του ναού, διοργάνωσε το πρώτο πανηγύρι τον Δεκαπενταύγουστο του 1885 και κάλεσε τον διάσημο αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλερ για να αναστηλώσει το ναό.

Το 1932 ο ναός, επειδή είχε εμφανίσει φθορές από την υγρασία, επισκευάστηκε με την επιμέλεια του μηχανικού Β. Ν. Γεωργούλη. Η επισκευή του εσωτερικού του ναού άνοιξε το δρόμο για την αγιογράφησή  του από τον αγιογράφο Αγήνορα Αστεριάδη το διάστημα 1936-1939. Ο Αγήνωρ Αστεριάδης (1898-1977) αποτέλεσε μια σημαντική παρουσία στο χώρο της ελληνικής τέχνης. Η προσφορά του στην ελληνική τέχνη ξεπέρασε σε διάρκεια τον μισό αιώνα και συνοψίζεται σε ένα μεγάλο όγκο από έργα εκδοτικά, τυπογραφικά, αγιογραφικά, τοιχογραφικά. Πραγματοποίησε πολλές ατομικές εκθέσεις και αντιπροσώπευσε την ελληνική τέχνη σε μεγάλες ομαδικές εκθέσεις του εξωτερικού. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος των ομάδων «Στάθμη» και «Τέχνη» και συμμετείχε σε όλες τις εκθέσεις τους.

Το 1939, παράλληλα με την τοιχογράφηση του ναού, κατασκευάστηκαν: το μαρμάρινο τέμπλο και ο δεσποτικός θρόνος από ατόφιο πεντελικό μάρμαρο από τον καλλιτέχνη μαρμαρογλύπτη Νίκο Σκαρή, δύο μωσαϊκά έργα (αγιογραφίες) ενσωματωμένα στο τέμπλο, τα οποία φιλοτεχνήθηκαν από την καλλιτέχνιδα Έλλη Βοΐλα,  ενώ τα βημόθυρα της Ωραίας Πύλης και των πλαϊνών θυρών τα κατασκεύασε ο Θανάσης Νομικός.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΠΑΛΑΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ

Ο βυζαντινός ναός της Παλαιάς Επισκοπής, ο οποίος αποτελούσε τον επισκοπικό ναό της Τεγέας, όπως μαρτυρεί και η ονομασία του, κτίστηκε σε απόσταση 140 μέτρων από την αρχαία Αγορά και πάνω στο αρχαίο θέατρο της Τεγέας, το οποίο ανεγέρθηκε επί Τίτου Λίβιου, μετά τη γενναιόδωρη χορηγία του Σύρου βασιλιά Αντιόχου Δ΄ του Επιφανούς (146-330). Για την κατασκευή του ναού χρησιμοποιήθηκε αρκετό υλικό τόσο από το θέατρο, όσο και από τις γειτονικές παλαιοχριστιανικές εκκλησίες και το μεσαιωνικό τείχος.

Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για τη χρονολόγηση του ναού. Ο Γ. Σωτηρίου τον τοποθετεί χρονολογικά στα τέλη του 11ου ή στις αρχές του 12ου αιώνα, ενώ ο Α. Ορλάνδος, βασιζόμενος σε παρατηρήσεις του σε λεπτομέρειες της δόμησης, τον τοποθετεί στα μέσα του 10ου αιώνα. Άλλοι μελετητές ανάγουν την χρονολόγησή του στον όψιμο 12ο αιώνα.

Πρόκειται για ένα μνημείο, στο οποίο συνυπάρχουν με τρόπο μοναδικό τρεις φάσεις του ελληνικού πολιτισμού· η αρχαία, η βυζαντινή και η σύγχρονη.

Ο ναός ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του πεντάτρουλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Οι εξωτερικές διαστάσεις του ναού είναι 14,20μ. × 19,20 μ. Εσωτερικά ο ναός διαιρείται στο νάρθηκα, ο οποίος έχει διαστάσεις 12,25μ. × 2,95 μ. και στον κυρίως ναό, διαστάσεων 12,25 × 13,55 μ. Ο ναός απολήγει στα ανατολικά σε τρεις ημικυκλικές αψίδες, εκ των οποίων η μεσαία είναι η μεγαλύτερη. Στο δυτικό σκέλος του σταυρού τα στηρίγματα του τρούλλου είναι επιμήκεις τοιχοπεσσοί χωρίς ανοίγματα επικοινωνίας της δυτικής κεραίας με τα δυτικά γωνιαία διαμερίσματα. Μόνο ψηλότερα διαμορφώνονται δύο τοξωτά ανοίγματα. Εσωτερικά, το Ιερό Βήμα είναι υπερυψωμένο κατά 32 εκ. και διαχωρίζεται από τον κυρίως ναό με μαρμάρινο τέμπλο. Ο κεντρικός τρούλος, διαμέτρου 5,65 μ. και ύψους 15,11 μ., βρίσκεται στη διασταύρωση των σκελών του σταυρού, ενώ οι άλλοι τέσσερις μικρότεροι τρούλοι, που τον περιστοιχίζουν, υψώνονται στις τέσσερις γωνίες του μνημείου πάνω σε κυλινδρικά τύμπανα.

Ο νάρθηκας επικοινωνεί με τον κυρίως ναό μέσω ενός κεντρικού τοξωτού ανοίγματος και δύο αντίστοιχων μικρότερων πλαϊνών θυρών.

ΤΟΙΧΟΠΟΙΙΑ

Διακρίνονται δύο διαφορετικά συστήματα κατασκευής στη σωζόμενη παλαιά τοιχοδομία του ναού: α) στις αψίδες του ιερού και β) στις πλάγιες πλευρές του ναού και των τρουλίσκων τους.

Οι αψίδες του ιερού έχουν κατασκευαστεί από μικρού μεγέθους ακανόνιστους και ελαφρά επεξεργασμένους λίθους, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται οριζόντια τοποθετημένα τεμάχια πλίνθων. Τα υλικά συνδέονται μεταξύ τους με ασβεστοκονίαμα. Στην κυλινδρική επιφάνεια των αψίδων οι λίθοι και οι πλίνθοι είναι τοποθετημένοι σε επάλληλες οριζόντιες στρώσεις, οι οποίες χωρίζονται στο μεν κάτω ήμισυ του ύψους της αψίδας από οριζόντιες διάτονες οπτοπλίνθους, οι οποίες δεν εξέχουν από την επιφάνεια. Στο άνω ήμισυ οι στρώσεις αποτελούνται είτε από εξέχουσες πλίνθους είτε από οδοντωτές ταινίες.

Διαφορετική είναι η τοιχοποιία των μακρών πλευρών και της δυτικής όψης του ναού. Εδώ, έχουν χρησιμοποιηθεί μεγάλων διαστάσεων λίθοι, μαρμάρινα μέλη και ενεπίγραφα γλυπτά και ανάγλυφα (πάνω από το γείσο) μεταξύ των οποίων μεσολαβούν οριζόντιες σειρές πλίνθων. Η τοιχοποιία του τυμπάνου της νότιας κεραίας αποτελείται από ακανόνιστα μαρμάρινα τεμάχια, τοποθετημένα σε οριζόντιες -περίπου ισοϋψείς- σειρές, οι οποίες χωρίζονται άλλοτε με οριζόντιες σειρές πλίνθων που δεν εξέχουν και άλλοτε από οδοντωτή ταινία, η οποία εξέχει. Στις βαθύνσεις, αν όχι σε όλες, τουλάχιστον στην κατώτατη και ανώτατη, υπήρχαν λίθινες αβακωτές ζωφόροι, όπως στην αψίδα του ιερού.

ΠΑΛΑΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΤΣΙΛΕΡ)

Η παλαιότερη σχεδιαστική απεικόνιση του ναού της Παλαιάς Επισκοπής μετά την ανακατασκευή της σώζεται στο Αρχείο Λαμπάκη.

Από τον αρχικό ναό διατηρείται η τοιχοποιία μέχρι το ύψος της γένεσης των ημικυλινδρικών θόλων (καμαρών), οι τέσσερις τρουλίσκοι και τμήμα της αετωματικής απόληξης του τυμπάνου της νότιας κεραίας. Αντίθετα, η θολοδομία και τα ανώτερα τμήματα της τοιχοποιίας φαίνεται πως ανακατασκευάστηκαν κατά την αναστήλωση του Τσίλερ.

Η τοιχοποιία του κεντρικού τρούλου αποτελείται από λίθους και πλίνθους ίδιου μεγέθους και σε όμοια πλινθοπερίκλειστη διάταξη με την τοιχοποιία των νεωτερικών τριγωνικών αετωμάτων της δυτικής, βόρειας και εν μέρει της νότιας κεραίας του σταυρού. Ο κεντρικός τρούλος διατρυπάται από δώδεκα μονόλοβα ανοίγματα, των οποίων τα τόξα διαμορφώνονται από πλίνθους, πιο επιμήκεις σε σχέση με αυτές των υπολοίπων παραθύρων του μνημείου. Οδοντωτή ταινία περιβάλλει τα παραπάνω τόξα, περιτρέχοντας τον κυλινδρικό τρούλο, λίγο πιο πάνω από το μέσο του συνολικού  ύψους των ανοιγμάτων. Η βάση του τρούλου είναι οκταγωνική, ενώ η λιθοδομή της ακολουθεί το ίδιο ισόδομο και πλινθοπερίκλειστο σύστημα, το οποίο είχε εφαρμόσει ο Τσίλερ σε όλες τις συμπληρώσεις των τριγωνικών αετωμάτων και του κεντρικού τρούλου του μνημείου το 1888.

Η στέγη του ναού έχει μια ασυνήθιστη ποικιλία ως προς τα υλικά επικάλυψης. Άλλα τμήματα επικαλύπτονται με συνήθη κεραμίδια βυζαντινού τύπου, άλλα τμήματα με πλάκες και κεραμίδια εφυαλωμένα, και άλλα με φύλλα μολύβδου.

ΓΛΥΠΤΙΚΗ

Στη δυτική πλευρά του ναού, αριστερά της θύρας εισόδου, έχει εντοιχιστεί παλαιοχριστιανικό επίθημα, το οποίο φέρει διακόσμηση σταυρού, από τη δεξιά και αριστερή κεραία του οποίου εκφύονται άνω και κάτω φυλλώματα. Επίσης, δεξιά της θύρας είναι εντοιχισμένο αποκεκρουσμένο μέλος ίδιας τεχνοτροπίας, καθώς και ψηλότερα θραύσμα, το οποίο στο σωζόμενο τμήμα του παρουσιάζει ομοιότητα με τα άλλα δύο επιθήματα.

Εκατέρωθεν της θύρας εισόδου, καθώς και στα ανώτερα μέρη και τα αετώματα των μακρών πλευρών, έχουν εντοιχιστεί μαρμάρινοι κοσμήτες και άλλα ενεπίγραφα γλυπτά, τα οποία προέρχονται από παλαιότερα μνημεία της περιοχής της Τεγέας.

ΓΡΑΠΤΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ

Ο ναός της Παλαιάς Επισκοπής ήταν διακοσμημένος με τοιχογραφίες, άγνωστο ποιας εποχής, αλλά κατά τις εργασίες επισκευής του χάθηκαν και τα τελευταία ίχνη τα οποία υπήρχαν έως το 1884, σύμφωνα με τον Ν. Μωραΐτη.

Η σωζόμενη αγιογράφηση είναι έργο του Αγήνορα Αστεριάδη κατά τα έτη 1936-1939. Η επιφάνεια χαμηλά μέχρι το ύψος των δύο μέτρων καλύπτεται με κυανό ελαιόχρωμα. Οι τοιχογραφίες του νάρθηκα αναπτύσσονται σε δύο ζώνες και περιλαμβάνουν σκηνές από το βίο της Παναγίας και από τον κύκλο των Παθών, καθώς και φυτικά κοσμήματα. Στον υπόλοιπο ναό ο διάκοσμος αναπτύσσεται στο μεγαλύτερο μέρος του σε τρεις ζώνες. Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του ιερού παριστάνεται η Πλατυτέρα. Στις κατώτερες ζώνες εικονίζονται η Θεία Λειτουργία και συλλειτουργούντες ιεράρχες. Στην κόγχη της πρόθεσης απεικονίζεται η Αποκαθήλωση και στο διακονικό άγιος που ευλογεί. Στον τρούλο παριστάνεται ο Παντοκράτορας στο κέντρο και περιβάλλεται από ζώνη με στηθαίες μορφές αρχαγγέλων και της Παναγίας σε μετάλλια. Στο τύμπανο του τρούλου εικονίζονται εξαπτέρυγα και ολόσωμοι προφήτες. Στον υπόλοιπο ναό αναπτύσσονται σκηνές από το βίο του Χριστού στην ανώτερη ζώνη και μορφές αγίων στις κατώτερες.

Οι τοιχογραφίες αυτές ανήκουν στη σχολή της νεοελληνικής τέχνης που άνθισε την εποχή του Μεσοπολέμου και αποτελεί μια προσπάθεια επιστροφής στα κλασικιστικά πρότυπα.

ΚΕΙΜΗΛΙΑ

Από τα πρακτικά του Δ.Σ. του Τεγεατικού Συνδέσμου στις 29 Ιανουαρίου 1895 πληροφορούμαστε ότι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Γεράσιμος δωρίζει στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου της Παλαιάς Επισκοπής Τεγέας «…χρυσοκέντητο και χρυσοΰφαντο επιτάφιον μετά πολύτιμων λίθων κεκοσμημένο με την εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου».

ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΗΛΩΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

Στο ναό πραγματοποιήθηκαν αναστηλωτικές εργασίες με την εποπτεία της 25ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, σύμφωνα με τη Μελέτη στερέωσης και αποκατάστασης Ι. Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παλαιά Επισκοπή) Τεγέας, Ν. Αρκαδίας 2005, που εκπονήθηκε για τη  Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού από την Κ. Σιούντρη.

Κατά τις  αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: καθαίρεση νεωτερικών τσιμεντοκονιαμάτων και ανακατασκευή εξωτερικών αρμολογημάτων, εφαρμογή ενεμάτων, ανακατασκευή των στεγών, τοποθέτηση μεταλλικών ελκυστήρων, αντικατάσταση μεταλλικών θυρών, απομάκρυνση βιολογικών επικαθίσεων, απομάκρυνση εξωτερικών φωτιστικών σωμάτων και καλωδίων, ανασκαφική διερεύνηση περιμετρικά του ναού, εσωτερικά και εξωτερικά, πλην της ανατολικής πλευράς, για τον έλεγχο της κατάστασης των θεμελίων και τη δημιουργία αποστραγγιστικής τάφρου κ.ά.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

–        Βασιλικοπούλου Αγνή, «Το κάστρο του Νίκλη και η επισκοπή Αμυκλών», Πρακτικά του Β΄ Τοπικού Συνεδρίου Αρκαδικών Σπουδών, Αθήναι 1990, σ. 497-504.

–        Βοκοτόπουλος Π., Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις την δυτικήν Στερεάν Ελλάδα και την Ήπειρον, από του τέλους του 7ου μέχρι του τέλους του 11ου αιώνος,Θεσσαλονίκη 1975.

–        Γρηγοράκης Ν., «Οι τοιχογραφίες του Αγήνορα Αστεριάδη και η αναστήλωση από τον Ε. Τσίλλερ του βυζαντινού ναού της Παλαιάς Επισκοπής στην Τεγέα», Αρχαιολογία 10 (1984), σ. 65-72.

–        Δημητροκάλης Γ., «Η καταγωγή των σταυρεπίστεγων ναών», Χαριστήριον εις Αν. Ορλάνδο, τ. Β΄, Αθήναι 1966, σ. 187-201.

–        Μουτσόπουλος Ν. Κ., «Νύκλι – Μουχλί, οι δύο βυζαντινοί οικισμοί της Μεσαρέας», Πρακτικά Ε΄ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 153-189.

–        Μωραΐτης, Ιστορία της Τεγέας από των Αρχαιοτάτων Χρόνων μέχρι των καθ΄ημάς, Αθήναι  1932, σ. 700-703.

–        Παυσανίας, «Αρκαδικά (Τεγέα)», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1965, σ. 232-239.

–        Πετρονώτης Ν. Α., «Βυζαντινές εκκλησίες του Μοριά», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1957, σ. 232.

–        Ορλάνδος Αν., «Παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία Τεγέας-Νυκλίου», Αρχείο Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος 12 (1973), σ. 3-171.