Μενού Κλείσιμο

Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου

ΚΗΡΥΞΗ: Υ.Α. ΥΠΠΕ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/26891/512/29-5-1984 (ΦΕΚ 836/Β/26-11-1984) ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με ζώνη προστασίας 10 μέτρα γύρω του.

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ

Η εξαίσια χαράδρα του Τάνου, που καλείται να απολαύσει ο επισκέπτης στην καρδιά του Πάρνωνα, κατευθυνόμενος από την Τρίπολη προς το Άστρος, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο επισκέπτης αντικρίζει ύστερα τον Κότρωνα με τα ασκητήρια της Αγίας Ελεούσας. Ίχνη τοίχων διαγράφονται στις μικροσπηλιές μέσα στον Κοκκινόβραχο, στους κόλπους του οποίου είχε λαξευτεί ο σπηλαιώδης ναός της Αγίας Ελεούσας. Στην κορυφή του Κότρωνα υπάρχει ένας νεότερος ναός, των Αρχιστρατήγων.

Το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου είναι κτισμένο μέσα σε δύσβατο και απόμερο τμήμα του Πάρνωνα, κοντά στα χωριά Καράτουλα, Μπερνορή, Μεσορράχη, Κότρωνα, Κάκκαβο, Τζορβάσι (Περδικόβρυση), Πλατάνα, Στόλο, Αγια- Σοφιά.

ΚΑΣΤΡΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ

1. Το Κάστρο της Ωριάς ή Estella

Νοτιοανατολικά του οροπεδίου Ξεροκάμπι, ανάμεσα στα χωριά Άγιος Ιωάννης και Άγιος Πέτρος, υψώνεται μια φυσική πυραμίδα που πάνω της βρίσκονται ερείπια οικισμού, αλλά και οχυρό που η παράδοση διέσωσε με το όνομα «Κάστρο της Ωριάς». Οι ιστορικές πηγές, όμως, τοποθετούν εδώ το κάστρο Estella (Άστρον). Το οχυρό έχει κτιστεί σε στρατηγική θέση, πάνω στον μοναδικό φυσικό δρόμο που ένωνε την Αργολίδα με τη Λακωνία και την παραλιακή Κυνουρία με την κεντρική Αρκαδία.

Με τη βεβαιότητα πως το λεγόμενο σήμερα κάστρο της Ωριάς είναι εκείνο που κτίστηκε από τους Φράγκους το 1256 επάνω στα βουνά για να επιβλέπει τους ανυπότακτους Τσάκωνες, οι μελετητές Σπ. Λάμπρος, Αδ. Αδαμαντίου, Νικ. Βέης και Κ. Ρωμαίος τοποθέτησαν εδώ το κάστρο Estella του αραγωνικού Χρονικού. Αργότερα, ο λαός συνέδεσε την ονομασία Estella με τον αρκετά διαδεδομένο στην Ελλάδα θρύλο περί της «Ωριάς» ή «Ωραίας αρχόντισσας» και το ονόμασε «Κάστρο της Ωριάς», όπως ονομάστηκαν δεκάδες ακόμα κάστρα στον τόπο μας.

Μετά τις επιτυχίες του Ανδρονίκου Ασάν το έτος 1320, το κάστρο πέρασε στα χέρια του Δεσποτάτου του Μυστρά. Το 1407 καταλήφθηκε από τους Ενετούς του Ναυπλίου, ενώ το 1423 πέρασε στα χέρια των Μελισσηνών. Το 1463 το κάστρο βρισκόταν στη δικαιοδοσία των Ενετών, ενώ το 1467 πέρασε στα χέρια των Τούρκων.

Στη δυτική ομαλή πλαγιά υπήρχε διπλός οχυρωματικός περίβολος. Το εξωτερικό τείχος είναι κτισμένο με ξερολιθιά και έκλεινε μέσα του έναν μεγάλο οικισμό με περισσότερες από 150 μονόχωρες οικίες, μικρών διαστάσεων, 4 x 8 μέτρων περίπου. Τριάντα μέτρα πριν από την κορυφή υψώνεται δεύτερη σειρά τειχών που έχει κτιστεί με πέτρες και ασβεστοκονίαμα και διασώζεται σε μήκος 100 μ. και ύψος σχεδόν 3 μέτρα. Μια στενή, εξωτερικά, πύλη, η οποία προς τα μέσα πλαταίνει ώστε να χωρά 4-5 υπερασπιστές του κάστρου, οδηγεί στο ευρύχωρο πλάτωμα της κορυφής, όπου είναι ορατά τα θεμέλια τριών κατοικιών, αλλά και ένας τετράγωνος πύργος που διασώζεται σε ύψος 3 μέτρα.

2. Ο Κότρωνας

Στη δεξιά όχθη του ποταμού Τάνου, απέναντι από το μοναστήρι του Προδρόμου στην Περδικόβρυση, ορθώνεται ο βραχόλοφος του Κότρωνα, που διατηρεί ίχνη οχύρωσης άγνωστης εποχής. Στη βόρεια πλευρά του διασώζεται μικρό τμήμα του τείχους, ενώ στην κορυφή έχει παραμείνει μία κτιστή δεξαμενή. Στους πρόποδες του Κότρωνα υπάρχουν ορατά θεμέλια κατοικιών από την «Παλιόχωρα», όπως την ονομάζουν οι ντόπιοι, που αναφέρουν ότι σε αυτήν κατοίκησαν κυνηγημένοι Θυρεάτες από Αλγερινούς πειρατές, οι οποίοι είχαν αποβιβαστεί στο Άστρος.

3. Το Καστράκι της Μελιγούς

Στην ανατολική πλαγιά του χαμηλού λόφου που υψώνεται νοτιοανατολικά του χωριού Μελιγού, διασώζεται τμήμα αρχαίου τείχους μήκους 6 μ., το οποίο έχει οικοδομηθεί με ακατέργαστους ογκόλιθους. Σε μικρή απόσταση από τη νότια πλευρά της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, η οποία έχει κτιστεί σύμφωνα με επιγραφή το έτος 1611, έχει διασωθεί ερειπωμένο διώροφο πυργόσπιτο, που φέρει πολεμίστρες. Μάλλον πρόκειται για κτίσμα των χρόνων της Τουρκοκρατίας, το οποίο θα αποτελούσε κατοικία Τούρκου αξιωματούχου (αγά). Από την κορυφή του λόφου είναι ορατός ολόκληρος ο κάμπος του Άστρους και του Αγίου Ανδρέα, αλλά και σημαντικό μέρος του Αργολικού κόλπου.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Το 1696 η μονή ήκμαζε και είχε κερδίσει τον σεβασμό των χριστιανών της περιοχής, οι οποίοι αφιέρωναν σε αυτήν κτήματα, χρήματα και ποικίλα αντικείμενα. Το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου ήταν ενοριακό και υπαγόταν στον μητροπολίτη Άργους και Ναυπλίου. Από το πενιχρό αρχείο της μονής ή από άλλη πηγή, δεν προκύπτει σχέση της μονής προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προς το οποίο οι Πατέρες αναγκάστηκαν να προσφύγουν το 1808 για να προστατεύσουν της περιουσία της μονής, όταν χριστιανοί της περιοχής καταπάτησαν τα όρια γαιών του μοναστηριού και ιδιοποιήθηκαν κτήματά του. Επί Γρηγορίου Ε΄, μάλιστα, εκδόθηκε συνοδικό επιτίμιο καταδίκης των καταπατητών.

Σε όλη τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, το Κυνουριακό μοναστήρι του Προδρόμου υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς χρησίμευσε αρκετές φορές ως στρατιωτικό νοσοκομείο για τους αγωνιστές, αλλά και ως καταφύγιο του άμαχου πληθυσμού της περιοχής, καθώς και των  οικογενειών των οπλαρχηγών, εξαιτίας της φυσικής του οχύρωσης. Μοναχοί του Τιμίου Προδρόμου συμμετείχαν, μάλιστα, ενεργά στα πεδία των μαχών.

Το στράτευμα του Ιμπραήμ που βρισκόταν από τις αρχές Αυγούστου του 1826 στο Άστρος, μετά την αποτυχημένη απόπειρα κατά του Κάστρου που φύλαγε ο Πάνος Ζαφειρόπουλος, πέρασε στον Αγιάννη και το Ξεροκάμπι και έστρεψε την οργή του εναντίον της μονής του Προδρόμου. Εκείνες τις ημέρες είχαν κλειστεί μέσα στο μοναστήρι, εκτός από τους τραυματίες και αρρώστους στρατιώτες, παιδιά, γέροντες και πολλές οικογένειες από τα γύρω χωριά του Καστρίου. Επίσης, βρέθηκε εκεί νοσηλευόμενος τραυματίας, ένας διακεκριμένος άνθρωπος του Αγώνα, ο Αμερικανός φιλέλληνας George Jarvis ή καπετάν «Γεώργης Ζέρβης», όπως ο ίδιος μετέτρεψε το όνομά του. Η σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων είχε τελικά ως αποτέλεσμα την υποχώρηση του εχθρού.

Ευπορούσα η μονή, φάνηκε χρήσιμη και στήριξε οικονομικώς τη λειτουργία σχολείου στο Καστρί, ενώ το 1859 χαρακτηρίστηκε από την Ιερά Σύνοδο ως «καλώς οργανωμένη». Στα χρόνια που ακολούθησαν σημειώθηκε κάμψη του αριθμού των μοναχών της και το 1973 είχαν απομείνει στη μονή μόνο ο ηγούμενος Χριστόφορος Διαμαντάκος με τον γέροντα μοναχό Ευθύμιο.

Το 1980 η μονή μετατράπηκε σε γυναικεία με πρώτη ηγουμένη την Ανυσία, μοναχή της Παναγίας Μαλεβής.

Το μοναστήρι εορτάζει στις 6 Σεπτεμβρίου (εννέα ημέρες από την αποτομή της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου) και στις 14 του ίδιου μήνα, εορτή του Σταυρού.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Σε ένα περιφραγμένο σημείο, στα σύνορα της μονής Προδρόμου, φυλάσσεται το παραδιδόμενο «πάτημα». Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο άγιος Νικόλαος ήρθε εδώ με ειδική αποστολή να οριοθετήσει τη δικαιοδοσία του, αποτυπώθηκε η οπλή του αλόγου του στο έδαφος, το λεγόμενο έκτοτε «πάτημα».

Σύμφωνα με άλλη πάλι παράδοση, όταν κτιζόταν το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου, ένας μάστορας έπεσε μαζί με ένα πελεκημένο λιθάρι στον γκρεμό. Όταν κατέβηκαν οι άλλοι τεχνίτες να περισυλλέξουν τη σορό του, τον είδαν να ανεβαίνει το μονοπάτι με το λιθάρι στον ώμο.

ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ – ΦΑΣΕΙΣ / ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ

Αρχικά, το καθολικό ήταν ένα ναΐδριο διαστάσεων 3 x 4 μέτρων με το Ιερό στη βορειοανατολική πλευρά, κτισμένο στην είσοδο του σπηλαίου. Κατόπιν όμως χρειάστηκε να επεκταθεί για να ακολουθήσει πλέον το μοναστηριακό τυπικό. Στην είσοδο του ναού αναγράφεται το 1126 ως έτος ίδρυσης. Τότε, φαίνεται ότι κατασκευάστηκαν η ανατολική, κεντρική και βόρεια πτέρυγα της μονής με τους δύο ορόφους. Πολύ πιθανόν, κυρίως λόγω των κοινών οικοδομικών γνωρισμάτων, τότε να δημιουργήθηκε και η νότια πτέρυγα, που πολλοί πιστεύουν ότι κτίστηκε το 1704. Γενικά, κατά τη μακραίωνη ιστορία του, το μοναστήρι δέχτηκε ποικίλες επεμβάσεις.

Τα κελιά, διατεταγμένα σε σχήμα Π, κτίστηκαν σε διάφορα επίπεδα –ελλείψει χώρου- ενώ ανάμεσα στα έτη 1330 – 1382 κτίστηκαν οι δύο πύργοι. Ο βόρειος τοποθετήθηκε πάνω από την πτέρυγα, ενώ ο νότιος θεμελιώθηκε στο πέρας της νότιας πτέρυγας.

Το 1704 κατασκευάστηκε ο τρίτος όροφος της νότιας πτέρυγας και η ξύλινη προέκτασή της και έτσι διαμορφώθηκε το κτιριακό συγκρότημα της μονής στην κατάσταση που το συναντάμε σήμερα.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

1. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΑΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Η μονή, που ανάγει τις απαρχές της στον 10ο ή 11ο αιώνα, είναι κτισμένη σε μεγάλο κοίλωμα γκριζοπράσινου ασβεστολιθικού βράχου. Το μοναστηριακό συγκρότημα του Τιμίου Προδρόμου έχει οικοδομηθεί σύμφωνα με τον παραδοσιακό τύπο της μοναστηριακής αρχιτεκτονικής, δηλαδή σε σχήμα Π. Τα κτίσματά της, παρά τις κατά καιρούς επεμβάσεις που έχουν γίνει, διατηρούν τα βασικά χαρακτηριστικά της πρώιμης αρχιτεκτονικής τους. Τα κτίρια στην ανατολική και νότια πλευρά είχαν τριώροφη διαμόρφωση, ενώ στη βόρεια διώροφη.

Το κτιριακό συγκρότημα του μοναστηριού με τα κελιά των μοναχών, τις αποθήκες και άλλους χώρους σε δύο επίπεδα, αφήνει στη μέση μια μικρή αυλή. Στο βάθος καταλήγει στο καθολικό και στο περίφημο «Σπήλαιο του Προδρόμου», έσχατο καταφύγιο και οχυρό σε περίπτωση εχθρικής εισβολής. Η τεχνική οξύνοια  των Καστριτών μαστόρων επέλεξε δύο σημεία για να κατασκευάσει προμαχώνες, που θα απέκλειαν με τον ελάχιστο δυνατό αριθμό ανδρών τις μοναδικές προσβάσεις προς τη μονή: ένα σημείο στα δυτικά της πύλης, όπου υπάρχει σπήλαιο, και ένα άλλο σημείο, στο υπερκείμενο της μονής οροπέδιο του Ξεροκαμπιού, όπου υπάρχει ένα εξαιρετικά απόκρημνο πέρασμα.

Δίπλα στο καθολικό, ένας στενόμακρος διάδρομος οδηγεί στο «σπήλαιο του Πανός». Το τέλος του σπηλαίου, σύμφωνα με την παράδοση, βρίσκεται στη μονή Μαλεβής. Κοντά στην είσοδο του σπηλαίου -που σχεδόν ολόκληρη είναι σήμερα κλεισμένη από το καθολικό- υπάρχουν τρεις δεξαμενές νερού σε λειτουργία. Η μεγάλη αίθουσα του σπηλαίου, στην οποία  υπάρχουν εμφανείς κατολισθήσεις, πιθανόν να χρησίμευε και ως αποθηκευτικός χώρος.

Ωστόσο, ένα από τα ωραιότερα αρχιτεκτονικά στοιχεία της μονής αποτελούν οι δύο υπόγειες στοές και ειδικότερα αυτή που βρίσκεται κάτω από τη δυτική πτέρυγα, όπου κατεβαίνει κανείς από κρύπτη-καταπακτή στο χώρο της κουζίνας. Σε αυτή την υπόγεια στοά, πριν από τις διάφορες μάχες, συγκαλούσαν οι καπεταναίοι συμβούλια και εδώ ελήφθησαν αποφάσεις ιστορικές για την ελευθερία του τόπου.

2. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ

Το καθολικό της μονής είναι ένας τρουλαίος σπηλαιώδης ναός υψωμένος στον δεύτερο όροφο των κτισμάτων, ο οποίος διασώζει στα νοτιοανατολικά τον αρχικό του πυρήνα και την αρχική του κόγχη με απόκλιση προς τα βόρεια. Πάνω από τη νότια είσοδο του καθολικού, υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα που φέρει την ακόλουθη επιγραφή: «Ο θείος ούτος ναός του ΠΡΔ εκτίσθη δια συνδρομής και εξόδων παρά του κυρίου Ιωάννου Πίκλη και ηγουμένου Αρσενίου, εν έτει από Χριστού 1126».

Στο εσωτερικό του ναού, που έχει σχήμα Γ, έτσι ώστε να προσαρμόζεται στη μορφολογία του σπηλαίου, ξεχωρίζει το ξυλόγλυπτο τέμπλο του.

Αρχικά, το καθολικό, με την απόκλιση στον προσανατολισμό του, θα πρέπει να ιδρύθηκε με πολλές δυσκολίες σε στενό σπηλαιώδη χώρο. Αργότερα δε, με λαϊκούς τεχνίτες, δόθηκε στο ναό ένα απλοϊκό σχήμα, ακανόνιστο, με τέσσερις άκομψες καμάρες. Κατά τις διαδοχικές έκτοτε επεκτάσεις του ναού, στήριξαν τον εντελώς πρόχειρο τρούλο επάνω σε δύο πεσσούς. Ο ένας στο μέσον της προέκτασης και ο άλλος στη νότια πλευρά, όπου βρίσκεται και η είσοδος. Το Ιερό στεγάζεται με ημικυλινδρική καμάρα και επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο η αναγκαία αύξηση των διαστάσεων του καθολικού.

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σώζονται τμήματα τοιχογραφιών, σε κακή κατάσταση, ενώ οι περισσότερες έχουν επικαλυφθεί με ασβέστη. Οι ελάχιστες τοιχογραφίες του Ιερού Βήματος (Πλατυτέρα, Τρεις Ιεράρχες) ανήκουν σε άγνωστο αγιογράφο, ο οποίος πιθανόν να εργάστηκε κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας (τέλη 17ου-18ου αι.).

ΜΕΤΟΧΙΑ – ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Ο ηγούμενος Ιωακείμ, απαντώντας στις 2 Σεπτεμβρίου 1696 στην ενετική Διοίκηση, δίνει την εξής εικόνα για την κατάσταση του μοναστηριού: η μονή είχε 14 μοναχούς, διέθετε 8 κελιά, 2 σπίτια (ένα για να φιλοξενούνται οι ξένοι, το άλλο για τράπεζα). Μνημονεύεται, επίσης, το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου και «μετόχι αντικρύ του μοναστηριού την Μπεραμερέα από τον Μποταμό και εκκλησία, ο Άγιος Νικόλαος». Η εκκλησία είχε υποστεί σημαντικές φθορές από σεισμό, αλλά διατηρούνταν στο μετόχι τρία σπίτια, κήπος με καρπερά δέντρα, ένα αμπέλι 4 στρεμμάτων και χωράφια 2 ζευγαριών. Το μοναστήρι είχε στο Καστρί καστανιές, κερασιές, μουριές και μηλιές, συνολικά 30 δέντρα. Διέθετε άλλο μετόχι στον Στόλο, ενώ κατείχε διαφόρων εκτάσεων χωράφια στον Ξερόκαμπο, στη Μάσενα, στο Μουχλί, στον Μυστρά, στην Μποταμιά, στην Ντρομπολιτζά.

Σύμφωνα με καταγραφή των υποστατικών της μονής του 1828, στο μοναστήρι διέμεναν 13 μοναχοί και μεταξύ άλλων διέθετε: 10 κελιά, 3 μετόχια, αμπέλια, χωράφια 415 στρεμμάτων, 500 ελιές, ένα μύλο, αλλά και χρέος 3.240 γρόσια.

Από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους έρχονται στο φως ορισμένες πληροφορίες για το μοναστήρι από το έτος 1833 και εξής, κυρίως από αναφορές και εκθέσεις του ηγουμένου Παρθενίου προς τις Αρχές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους για την κατάσταση της μονής ως προς τις οικοδομές, τα υποστατικά, τα κινητά αντικείμενα, τα άμφια και τα σκεύη, κατόπιν απογραφής. Σημαντικές ήταν οι εισπράξεις από την καλλιέργεια των κτημάτων, τους μύλους και τα μετόχια. Πρόσοδος, επίσης, υπήρχε από την περιφορά αγίων λειψάνων στο Καστρί για αγιασμούς.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Το 2002 εγκρίθηκε με υπουργική απόφαση η μελέτη και εκτέλεση εργασιών αποκατάστασης της Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου. Το εν λόγω έργο εντάχθηκε στο Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης και υλοποιήθηκε από την Τεχνική Υπηρεσία της Ιεράς Μητρόπολης Μαντινείας και Κυνουρίας, υπό την εποπτεία αρχικά της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και κατόπιν της 25ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Οι εργασίες αποκατάστασης αφορούσαν στη βόρεια και δυτική πτέρυγα της μονής, στον πύργο εισόδου και στο δάπεδο του αύλειου χώρου του μοναστηριού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

–          Αντωνακάτου Ντιάνα – Μαύρος Τ., Ελληνικά Μοναστήρια, , τ. Β΄, Αθήνα 1979, σ. 329-330

–          Γριτσόπουλος Τ. Α., Η Εκκλησία της Πελοποννήσου μετά την Άλωσιν, Αθήναι 1992, σ. 504-505

–          Δεληγιάννη Κ., Απομνημονεύματα, Αθήναι 1957, τ. Γ΄, σ. 120

–          Κοντάκη Αναγνώστη, Απομνημονεύματα, Αθήναι 1937, σ. 65

–          Κυρκιντάνος Χ., «Η Μονή Προδρόμου της Κυνουρίας, άπαρτο κάστρο της λευτεριάς», Χρονικά των Αρκάδων 5, Αθήνα 1979, σ. 98-102

–          Λέκκος Ευ. Π., Τα Μοναστήρια του Ελληνισμού, Αθήνα 1998, τ. Β΄, σ. 93

–          Μητροπολίτου Μαντινείας και Κυνουρίας Αλεξάνδρου, Τα Μοναστήρια του Πάρνωνος, Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Καστρί, Ανάτυπον από την Ιστορία της Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, Αθήνα 2000, τ. Β΄, σ. 55-66

–          Περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας Τριπόλεως, «Αλιεύς», έτος ΛΖ΄, Αρ. φ. 235, 2004, σ. 30-40

–          Ρωμαίος Κ. Α., «Τοπογραφικά της  Φραγκοκρατίας», Πελοποννησιακά 2 (1957), σ. 23

–          Ρωμαίος Κ. Α., «Κάστρο της Ωριάς, Άστρος, Δραγαλεβός», Χρονικά του Μοριά 2  (1953), σ. 49

–          Σαραντάκης Π., Αρκαδία: Τα μοναστήρια & οι εκκλησίες της, οδοιπορικό 10 αιώνων, Αθήνα 2000, σ. 170-173

–          Σαραντάκης Π., Αρκαδία: Οι Ακροπόλεις – Τα Κάστρα & Οι πύργοι της σιωπηλά ερείπια μιας δοξασμένης γης, Αθήνα 2006, σ. 155-158, 162

–          Σπηλιάδου Ν., Απομνημονεύματα, Αθήνησι 1857, τ. Γ΄, σ. 115

–          Τόγια Β. Γ., Καστρίτικα (της Κυνουρίας), Αθήνα 1986, τ. Α΄, σ. 22.