ΚΗΡΥΞΗ: ΥΑ ΥΠΠΕ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/9292/256/30-5-1980, Φ.Ε.Κ. 470/τ.Β΄/9-5-1980 ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με ζώνη προστασίας 200 μέτρων γύρω του.
ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ
Η μονή Λουκούς αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Αρκαδίας, το πιο σημαντικό στην επαρχία της Κυνουρίας. Είναι δε από τα πιο γνωστά μοναστικά κέντρα και το πιο προσιτό στον προσκυνητή που έρχεται από την Αργολίδα, καθώς προσεγγίζεται εύκολα. Από το μεσόγειο Άστρος απέχει μόνο 4 χιλιόμετρα.
Η περιοχή της μονής Λουκούς παρουσιάζει πολλά και αξιόλογα ενδιαφέροντα στοιχεία. Όπως γράφει ο Κ. Ρωμαίος, εδώ βρισκόταν «η Εύα, η μεγίστη των Θυρεατικών κωμών», σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία. Εδώ επίσης ήταν το Ιερόν του Πολεμοκράτους, φημισμένο θεραπευτήριο, που περιέθαλπε όσους προσέτρεχαν σε αυτό και «τιμάς παρά των προσοίκων είχε». Ο Ηρώδης ο Αττικός, μία πολυσυζητημένη προσωπικότητα των ρωμαϊκών χρόνων, που γνώρισε μεγάλη δόξα και ευτυχία, αλλά και τις μεγαλύτερες ανθρώπινες δυστυχίες, έζησε πολλές ημέρες της ζωής του στην περιοχή αυτή, όπου διέθετε κτήματα και πολυτελή έπαυλη.
Στην περιοχή αυτή βρίσκεται η μονή της Λουκούς, περικυκλωμένη αρμονικά από τις οροσειρές των βουνών Ζάβιτσα, Παλαιοπαναγιά και Ελληνικό και κοντά σε δύο ιστορικούς τόπους, την πόλη του Άστρους και το χωριό των Κάτω Δολιανών. Η μονή δεσπόζει στην είσοδο της πεδιάδας του ποταμού Τάνου, που μετά από μία διαδρομή 65χλμ. εκβάλλει στον Αργολικό κόλπο.
Η Ζάβιτσα είναι το γραφικό βουνό της περιοχής Άστρους, γνωστό από την αρχαιότητα ως Τημένιον Όρος, που αποτελεί μία από τις αποφύσεις του Πάρνωνος προς την Αργολίδα. Ανάμεσα σε δύο χαράδρες και στα βουνά, τη Ζάβιτσα στα ΒΑ και τα πρόβουνα του Πάρνωνα στα νοτιοδυτικά, η μονή Λουκούς φαίνεται να είναι κτισμένη κοντά ή στη θέση αρχαίων οικισμών. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει αποκαλύψει αρχαίο οικισμό, ο οποίος τοποθετείται βόρεια του Τάνου και ανατολικά από το Ρέμα της Λουκούς, ακριβώς στα προς νότια και δυτικά αντερείσματα του Πάρνωνος. Κύρια μαρτυρία του οικισμού υπήρξαν όστρακα, κεραμίδες, πλάκες από πολύχρωμα μάρμαρα και αρχιτεκτονικά μέλη. Επιπλέον γίνεται λόγος για ψηφιδωτά δάπεδα ανάμεσα στα ερείπια, καθώς και για σωζόμενο αγωγό ρωμαϊκής εποχής στην τοξοστοιχία γέφυρας στο Ρέμα της Λουκούς, που χρησίμευε ως υδραγωγείο διοχετεύσεως νερού στον χώρο του μοναστηριού και μάλιστα με άφθονο νερό.
Το καθολικό της θεωρείται ότι πρέπει να έχει κτιστεί πάνω σε παλαιοχριστιανική εκκλησία του 5ου αιώνα. Τα διάφορα τμήματα αρχαιότερων κτισμάτων, αλλά και οι περιγραφές για αγάλματα ή μέλη αρχιτεκτονικά που βρέθηκαν στον χώρο της, βεβαιώνουν πως η Λουκού υπήρξε ο ιερός εκείνος τόπος, στον οποίο μπόρεσε να δημιουργηθεί η πιο ωραία σύνθεση από τον αρχαίο ελληνικό και χριστιανικό πολιτισμό.
ΟΝΟΜΑΣΙΑ
Για την πιθανή ετυμολογία της ονομασίας της μονής «Λουκούς» έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Μερικοί, όπως ο Α. Ορλάνδος και ο Γ. Σωτηρίου – χωρίς να είναι βέβαιοι – αποδίδουν την ονομασία στο ότι θα υπήρχαν πολλοί λύκοι στην περιοχή, και αρχικά η μονή θα ονομάστηκε «Λυκού». Άλλοι υποστηρίζουν ότι κτίστηκε από τους Ρωμαίους (Βυζαντινούς) αυτοκράτορες και επειδή κατά την ίδρυση της μονής βρέθηκε ένα άγαλμα της Ήρας, η οποία στα λατινικά ονομάζεται Juno Lucina (Lucia), είναι πιθανό να έλαβε την επωνυμία αυτή: «Λουκού». Ακόμη ότι ονομάστηκε έτσι από κάποιον έμπορο Λουκά, ο οποίος έκτισε τη μονή και κατόπιν μόνασε εκεί. Από το ανδρωνυμικό παρέμεινε η «Λουκού». Άλλοι πάλι αναζητούν από τον «Λύκειο» (Lux=φως) την προέλευση του ονόματος.
Μια νεότερη άποψη διατυπώθηκε στην εφημερίδα «Νέα Γορτυνία», 21.1.1973, από τον Γ. Κωνσταντόπουλο. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, στην πατρίδα του Γλατσινιά Γορτυνίας υπάρχει το ίδιο τοπωνύμιο και είναι δυνατό η ονομασία να έχει προέλθει από τα «λούκια», δηλαδή τα διοχετευτικά αυλάκια, που είναι χρήσιμα κυρίως στα περιβόλια. Πραγματικά υπάρχουν τέτοια λούκια έξω από το χώρο της μονής. Μία άλλη υπόθεση, η οποία φαίνεται αρκετά ισχυρή, καθώς υποστηρίζεται από μια παράδοση γύρω από την ονομασία του μοναστηριού, είναι καταγεγραμμένη σε κώδικα από τον ηγούμενο Ιωσήφ Κοράλλη. Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή το τοπωνύμιο μπορεί να έχει λατινική καταγωγή από το «Lucus Feroniae»: το δάσος, όπου ήταν μέσα η έπαυλη του Ηρώδη. Δάσος γεμάτο θηράματα, πηγές, πλατάνια. («Lucus» στα λατινικά σημαίνει ιερό δάσος, άλσος, δρυμών). Πάντως η μονή επονομάζεται «της Λουκούς» τουλάχιστον από τις αρχές του 17ου αιώνα.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ – ΦΑΣΕΙΣ / ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Η μονή Λουκούς υπάγεται εκκλησιαστικώς στην Ιερά Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας. Ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, πιθανώς θεμελιωμένος πάνω σε παλαιοχριστιανική εκκλησία του 5ου αιώνα, είναι άγνωστο πότε ακριβώς κτίστηκε. Παλαιότερα, σύμφωνα και με την παράδοση, θεωρούσαν ότι ο ναός ήταν βυζαντινός, αλλά σήμερα, λόγω των μορφολογικών του στοιχείων, ο ναός τοποθετείται στα πρώιμα μεταβυζαντινά χρόνια. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, στη θέση αυτή να προϋπήρχε μονή.
Σε όλη τη μακραίωνη ζωή της γνώρισε μέρες δόξας και λαμπρότητας, η οποία οφείλεται στους ικανούς και δραστήριους ηγουμένους της. Παράλληλα όμως ταλαιπωρήθηκε από πολλές καταστροφές, πυρκαγιές και διαλύσεις. Ιδιαίτερη αίγλη της έδωσε το εξαιρετικό προνόμιο του «Σταυροπηγίου», που διατηρούσε πάντοτε.
Ιστορικές μνείες της μονής έχουμε από τον 17ο αιώνα, που βεβαιώνουν την ύπαρξη της σταυροπηγιακής της ιδιότητας, ενισχύοντας έτσι την υπόθεση για την λειτουργία της κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
Μετά την Άλωση και την κατάληψη του Μοριά από τους Τούρκους, ερημώθηκε, μέχρι την στιγμή που κάποιοι έμποροι γουναράδες από την περιοχή, εγκαταστημένοι στην Κωνσταντινούπολη, έκαναν ενέργειες για την ανασυγκρότησή της και με σιγίλλιο του Πατριάρχη Διονυσίου Β΄(1546 – 1555) βοήθησαν να επανακτήσει την σταυροπηγιακή της αξία.
Το έτος 1649 καταγράφεται στον κώδικα της μονής σαν έτος αγιογράφησης του ναού. Και είναι πολύ πιθανό, σύμφωνα με τους μελετητές της, να έγινε η ιστόρησή της στις αρχές του 17ου αιώνα. Από σημείωμα στη βιβλιοθήκη της Λουκούς έχουμε την πληροφορία ότι στα μέσα του 17ου αιώνα η ανθηρή και ακμάζουσα κωμόπολη του Άη Γιάννη, πυρπολήθηκε από τους οθωμανούς και ότι την ίδια τύχη είχε και η Μονή. Οι Τούρκοι έκαψαν όλα τα πολύτιμα σκεύη του ναού και έσφαξαν όσους μοναχούς βρήκαν στο Μοναστήρι.
Το 1730 λαμβάνει χώρα ένα αξιοσημείωτο γεγονός. Τη μονή επισκέπτεται ο περιβόητος, όσο και παρανοϊκός αββάς Fourmont, που η γνωστή καταστροφική δράση του στη Σπάρτη, τον χαρακτηρίζει εγκληματία της ιστορικής μνήμης. Ο Fourmont αντιγράφει τις επιγραφές και διατάζει τους εργάτες να σπάνε μετά την αντιγραφή όλες τις πλάκες, τα μάρμαρα και τους λίθους που είχαν αρχαίες ελληνικές επιγραφές, ούτως ώστε να έχει μόνο αυτός το προνόμιο αντιγραφής τους. Έτσι, κατέστρεψε, έσπασε και συνέτριψε εκατοντάδες πολύτιμες μαρτυρίες, επιγραφές, αγάλματα, καθώς και έργα λόγου και τέχνης.
Η σημαντική παρουσία και προσφορά της μονής στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, συνεχίστηκε και στη διάρκεια του Αγώνος του 1821 για την εθνική ανεξαρτησία. Μυημένος στη Φιλική Εταιρεία ήταν ο ηγούμενός της Νεόφυτος, ενώ οι μοναχοί συμμετείχαν στον Αγώνα, μεταφέροντας τρόφιμα και πολεμοφόδια στο στρατόπεδο Βερβαίνων με κίνδυνο της ζωής τους. Έτσι εξηγείται και η οργή του Ιμπραήμ που διέταξε την πυρπόληση της μονής την παραμονή της εορτής της (5 Αυγούστου 1826). Το μεγαλύτερο τμήμα της αποτεφρώθηκε και μαζί καταστράφηκαν τα χρυσόβουλλα, βαρύτιμα κειμήλια και έγγραφα αξίας. Όμως, το καθολικό σώθηκε με θαυματουργή επέμβαση του αγίου Ευσταθίου που εικονιζόταν σε τοιχογραφία του καθολικού και από το πρόσωπό του «έτρεξε αχνιστό αίμα» όταν Τούρκος στρατιώτης το κτύπησε με το όπλο του.
Η προσφορά της μονής επεκτάθηκε στη ανέγερση της Σχολής του Γένους στον Άγιο Ιωάννη, ενώ η φιλανθρωπία ήταν στην ημερήσια διάταξη της ζωής της μονής. Άλλωστε, για τον λόγο αυτό χαρακτηρίζεται ως μονή της φιλανθρωπίας και της φιλοξενίας.
Σημαντικό στοιχείο για την ιστορία της μονής αποτελεί έκθεση προς το Β. Επαρχείον Κυνουρίας, γραμμένη στις 11 Ιουλίου 1833, που αναφέρεται στην κατάσταση της μονής και δίνει μία λεπτομερή περιγραφή της αρχιτεκτονικής μορφής και των κτιρίων της, του ναού και των κειμηλίων, καθώς και των επισκευών που δέχτηκε μετά το Εικοσιένα. Επίσης, αναφέρει ότι η μονή γλίτωσε από την πυρπόληση του Ιμπραήμ, επειδή οι μοναχοί της είχαν από πριν αφαιρέσει κάθε εύφλεκτη ύλη και ότι το μοναστήρι είναι αρχαίο σταυροπήγιο με άγνωστη τη θεμελίωσή του. Την έκθεση την γράφει ο ηγούμενος Κωνστάντιος Κοράλλης, που πληροφορεί ότι επισκεύασε το Μοναστήρι και απαριθμεί ότι αυτό διαθέτει: 19 κελλιά, 6 θόλους, σταύλο, ελαιοτριβείο, καλύβα με φούρνο και ίδια καλύβα για την αποθήκευση των ελιών. Επίσης αναφέρει ότι το μοναστήρι περιλαμβάνει τρεις διώροφους πύργους, ένα νεόκτιστο σπίτι, το μαγειρείο και έναν άλλο οικίσκο, καθώς και πλήθος άλλων βοηθητικών χώρων, που δημιουργούν την εντύπωση ενός ισχυρού φρουριακού μοναστηριακού συγκροτήματος.
Το 1834 έως το 1837 γίνεται προσπάθεια επανασύστασης της μονής και από μέρους των κατοίκων του χωριού Βέρβαινα και από μέρους του ηγούμενου Κωνστάντιου και των μοναχών, οι οποίοι με αίτηση προς την Ιερά Σύνοδο, τονίζουν τα όσα πρόσφερε η μονή κατά την Επανάσταση. Στις 25 Αυγούστου 1837 με Βασιλικό Διάταγμα γίνεται η ανασύσταση της Λουκούς. Στο διάστημα όμως της τριετίας τα κτἰρια της Μονής είχαν ερημωθεί και τα κτήματά της καταπατηθεί.
Η μονή σε κατάσταση της Ιεράς Συνόδου του 1858 προς το Υπουργείο παρουσιάζεται «ωργανισμένη». Σε έγγραφα μάλιστα των Γ.Α.Κ. (Νομός Αρκαδίας, Επαρχία Κυνουρίας, Μεταμόρφωση Σωτήρος Λουκούς, Μονή εν ενεργεία, Δήμος Θυρέας) η μονή Λουκούς αναφέρεται σε όλες τις καταστάσεις των διατηρουμένων μοναστηριών της Κυνουρίας, των πινάκων προσωπικού και των μοναστηριακών εισοδημάτων. Τα εισοδήματά της είναι τα μεγαλύτερα από όλων των μοναστηριών.
Η μονή επί αιώνες υπήρξε ανδρώα, αλλά το 1946 ο τότε μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας Γερμανός τη μετέτρεψε σε γυναικεία λόγω έλλειψης μοναχών. Έτσι, το 1947 η μονή της Λουκούς μετατρέπεται σε γυναικεία και με αυτήν την μορφή λειτουργεί μέχρι και σήμερα, διατηρώντας τη σταυροπηγιακή της ιδιότητα, καθώς και μεγάλη περιουσία. Στο μοναστήρι εγκαταστάθηκε η νέα αδελφότητα μοναζουσών, με επικεφαλή την Γερόντισσα Χριστονύμφη Κάρτσωνα († 1997). Η αδελφότητα παρέλαβε μία ερειπωμένη μονή, ενώ και η εν γένει κατάσταση της περιοχής ήταν αξιοθρήνητη, λόγω του εμφυλίου. Ωστόσο, η αδελφότητα κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να επιτελέσει σημαντικό έργο: επισκευάστηκαν τα παλαιά και κτίστηκαν νέα οικοδομήματα. Περιφρουρήθηκε η ακίνητη περιουσία της. Ευτρεπίστηκαν τα μετόχια της μονής: ο ναός της Αναλήψεως και ο ναός του Αγίου Δημητρίου, ενώ προστέθηκε ως μετόχι και η μονή του Αγίου Νικολάου Καρυάς (το 1967), η οποία από το 1994 λειτουργεί πλέον ως ανδρώα. Κατασκευάστηκαν δύο κατανυκτικά παρεκκλήσια: των Αγίων Πάντων (το 1957) και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (το 1962), διαφυλάχτηκαν τα κειμήλια και συγκροτήθηκε η Βιβλιοθήκη, που διαθέτει 300 παλαιούς τόμους, χειρόγραφα, σιγίλλια, κώδικες.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΧΩΡΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ και ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ
Το μοναστήρι της Λουκούς στη σύγχρονη μορφή του διατηρεί γενικά μία εντύπωση αρμονίας, γραφικότητας και ομορφιάς. Το σύνολο των νέων κτιρίων του δεν πνίγουν το καθολικό και δεν αντιστρατεύονται τα παλιά οικοδομήματα της μονής. Παρελθόν και παρόν συνυπάρχουν με αυτοσεβασμό. Κι εκτός από ελάχιστα στοιχεία παραφωνίας, το μεγάλο παραλληλόγραμμο κτηριακό συγκρότημα, που περιβάλλει το καθολικό της Λουκούς, είναι ένα παράδειγμα ευπρεπισμένης συντήρησης και μετριοπαθούς ανακαίνισης.
Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Βελή Πασάς έσκαψε στη Λουκού για να βρει αρχαία αγάλματα, ενώ λίγο αργότερα οι μοναχοί με πρόχειρες ανασκαφές συγκέντρωσαν αρχαία γλυπτά και τα τοποθέτησαν στην αυλή του μοναστηριού. Όταν αναγνωρίστηκε το Ελληνικό Κράτος, τα σπουδαιότερα κομμάτια δωρήθηκαν στο Μουσείο Αιγίνης (Απρίλιος 1831) και αργότερα τοποθετήθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τον Οκτώβριο του 1977 η Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία πραγματοποίησε ανασκαφικές έρευνες με σημαντικά αποτελέσματα.
Στον χώρο όπου απλωνόταν ο αρχαίος οικισμός, υπάρχουν θραύσματα αγγείων, κεραμίδες και μικρές πλάκες από πολύχρωμα μάρμαρα. Στη θέση «Κολόνες», 300 μέτρα περίπου βόρεια του μοναστηριού, υπάρχουν τμήματα από τέσσερις μεγάλους μονολιθικούς γρανιτένιους κίονες και δίπλα τους ένα μεγάλο μαρμάρινο κορινθιακό κιονόκρανο. Σε πολύ μικρή απόσταση σώζεται τμήμα από ένα μεγάλο κτηριακό συγκρότημα. Πρόκειται για την περίφημη Έπαυλη του Ηρώδη του Αττικού, που αποκαλύφθηκε κατόπιν ανασκαφικής διερεύνησης.
Στην αυλή του μοναστηριού υπάρχουν πολλά κιονόκρανα κορινθιακού και ιωνικού τύπου, μαρμάρινες βάσεις κιόνων και αμφικιόνων, επίκρανα παραστάδων, επιστύλια και κίονες. Άλλα αρχιτεκτονικά μέλη είναι εντοιχισμένα σαν διακοσμητικά στην εκκλησία και τα άλλα κτίσματα του μοναστηριού. Νοτιοδυτικά της εκκλησίας και αμέσως έξω από τον μαντρότοιχο του περιβολιού, υπάρχουν θεμέλια μεγάλου κτιρίου με μαρμάρινους κίονες και δάπεδο με μαρμαροθέτημα. Οι περιηγητές μιλούν για ψηφιδωτά δάπεδα που είδαν ανάμεσα στα ερείπια. Ένα τμήμα ψηφιδωτού με γεωμετρικά διακοσμητικά μοτίβα σωζόταν μέχρι τα τελευταία χρόνια σύρριζα στο νότιο τοίχο της εκκλησίας, ενώ τμήμα ενός άλλου αποκάλυψαν οι ανασκαφές του 1977.
Το ρέμα της Λουκούς γεφυρώνεται με τοξοστοιχία, που στηρίζει κτιστό αγωγό νερού. Πρόκειται για υδραγωγείο ρωμαϊκής εποχής, που διοχετεύει το νερό μέχρι σήμερα στον χώρο του μοναστηριού.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – Έπαυλη Ηρώδη του Αττικού
Ο τόπος γύρω από τη μονή είναι ο σημαντικότερος σε όλη την Κυνουρία αρχαιολογικός χώρος. Οι διάφορες ανασκαφές, που έχουν γίνει και τα λείψανα που έχουν βρεθεί, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι βόρεια από τον περίβολο της μονής υπήρχε άλλοτε η μεγαλύτερη κωμόπολη της αρχαίας Θυρέας, η Εύα, μία αρχαία πόλη με σημαντικό πολιτισμό, την οποία περιγράφει ο Παυσανίας το 170μ.Χ. Επίσης, ότι εκεί -κτισμένο ίσως μέσα στο σημερινό περιβόλι της Λουκούς- βρισκόταν και το ιερό του θεού της Ιατρικής, Ασκληπιού, το θεραπευτήριο του Πολεμοκράτους, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες τιμούσαν ιδιαίτερα και έφεραν στα ιαματικά του λουτρά τους ασθενείς για θεραπεία. Όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα απετέλεσαν τελευταία ειδική συλλογή και φυλάσσονται στο Μουσείο του Άστρους.
Κατά τον 2ο αιώνα, καθώς μας πληροφορεί και το αρχείο της μονής, στον ίδιο χώρο είχε την πολυτελή ρωμαϊκή έπαυλή του -κοσμημένη με λαμπρά κινητά και ακίνητα μνημεία- ο σοφιστής Ηρώδης ο Αττικός, ο οποίος ερχόταν το θέρος με τους σοφούς της εποχής εκείνης και έδινε τα περίφημα και ονομαστά συμπόσιά του. Το όμορφο φυσικό περιβάλλον, που ήταν δασώδες και κατάλληλο για κυνήγι, θα συνετέλεσε ασφαλώς στο να κατασκευάσει εκεί την έπαυλή του ο Ηρώδης ο Αττικός.
Επίσης, από τυχαία κυρίως ευρήματα στην περιοχή του μοναστηριού της Λουκούς γίνεται φανερό ότι κάτω από το χριστιανικό Ίδρυμα, υπήρχε άλλο αρχαιότερο. Το είδος των ευρημάτων, που είναι κυρίως ανάγλυφα των ώριμων κλασικών χρόνων (4ος αι. π.Χ.) με παράσταση του Ασκληπιού, των Ασκληπιαδών και των λατρευτών τους (σήμερα βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών), δικαιολογεί την υπόθεση ότι εδώ υπήρχε Ιερό του Ασκληπιού ή πιθανότερα του Ασκληπιάδη Πολεμοκράτη, όπως μαρτυρούν ιστορικές και φιλολογικές πηγές. Κίνητρο για την ίδρυση εδώ ενός Ασκληπιείου υπήρξε μάλλον το ωραίο κλίμα, το θαυμάσιο –αν και λιτό- φυσικό περιβάλλον και το πλούσιο νερό που αναβλύζει ακόμα στις πηγές της «Μάνας του Νερού».
Ο χρόνος, η ερήμωση και οι ιστορικές περιπέτειες της περιοχής, αλλοίωσαν τα μνημειακά και εν μέρει τα φυσικά χαρακτηριστικά του χώρου και μετά από δύο χιλιετηρίδες η έρευνα –ερασιτεχνική στην αρχή, επιστημονική στη συνέχεια- άρχισε να αποκαλύπτει την άγνωστη στις πηγές ιστορία και μνημειακή περιουσία του. Πράγματι, οι πρώτες σκαπτικές εργασίες στον χώρο έγιναν από τους μοναχούς της μονής και συνεχίστηκαν από τους ιδιοκτήτες ή τους καταπατητές των αγρών, οι οποίοι μάλιστα εγκατέστησαν και ασβεστοκάμινο στα ερείπια της έπαυλης, που δυστυχώς προσεφέρετο ως ορυχείο λίθων και μαρμάρου. Πολλά αρχιτεκτονικά και γλυπτά αριστουργήματα ασβεστοποιήθηκαν τότε ή μεταφέρθηκαν στον αύλειο χώρο της μονής, μέρος της οποίας κτίστηκε με υλικό των αρχαίων κτισμάτων και της ίδιας της έπαυλης. Άλλα αντικείμενα ταξίδεψαν μακριά από τον χώρο εύρεσής τους και βρίσκονται σήμερα στα Μουσεία του Βερολίνου και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
1. Περιγραφή του κτηριακού συγκροτήματος της Μονής
Η μονή Λουκούς, περιβαλλόμενη από υψηλή μάντρα που της προσδίδει φρουριακό χαρακτήρα, υποδέχεται τον επισκέπτη, ο οποίος εισέρχεται αρχικά από τα νότια στον εξωτερικό της περίβολο, όπου βρίσκονται τοποθετημένα διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη. Επιβλητικότητα προσδίδει στο μοναστήρι η εξωτερική από τα ανατολικά αυλόθυρα. Πάνω από τη θύρα εισόδου της μονής και προς τα ανατολικά, υψώνονται διώροφα και ημιδιώροφα τα κτήρια, μαζί με τον εντυπωσιακό πύργο στη βορειοανατολική γωνία, προσδίδοντας ποικιλία και χάρη στην πρόσοψη. Ο πύργος αυτός, μεταβυζαντινής περιόδου, είναι ο μόνος που σώθηκε από τους συνολικά τέσσερις που υπήρχαν παλαιότερα. Πρόκειται για ένα τριώροφο κτίριο με καταπακτές και θόλους, πολεμίστρες και καταχύστρες. Η πρόσβαση σε αυτόν γινόταν με φορητή σκάλα (ο ηγούμενος Ιωσήφ την αναφέρει ‘ανεμόσκαλα’).
Πάνω από το θολωτό διαβατικό βρίσκεται το παρεκκλήσι των Αγίων Πάντων (1962) και δεξιά η Κοίμηση της Παναγίας (1957). Στον εσωτερικό περίβολο της μονής βρίσκονται διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη: κιονόκρανα κορινθιακού και ιωνικού τύπου, μαρμάρινες βάσεις κιόνων και αμφικιόνων, επίκρανα παραστάδων επιστύλια και κίονες. Ένα ακέφαλο γυναικείο άγαλμα βρίσκεται σε θολωτό κτίσμα του ισογείου της ανατολικής πτέρυγας, ενώ άλλα αρχιτεκτονικά μέλη είναι εντοιχισμένα στο καθολικό και σε άλλα κτίσματα του μοναστηριού. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι ένα μαρμάρινο επιστύλιο που στέφει τη θύρα κελλιού της βόρειας πτέρυγας.
Γύρω από το καθολικό αναπτύσσονται τα διάφορα κτήρια της μονής. Στη βόρεια και στη νότια πλευρά μια σειρά ισόγεια κελλιά. Στη δυτική διάφορα άλλα κελλιά και βοηθητικοί χώροι. Ένα ωραίο επιστύλιο του ναού του 5ου αιώνα στολίζει υπέρθυρο των κελλιών της βορεινής πλευράς. Η διάταξη των κτισμάτων έχει υποστεί μεταβολές με τις κατά καιρούς προσθήκες, πάντως υπάρχουν οι πυρήνες των αρχικών κελλιών στις κεντρικές πτέρυγες (μεσαία και δεξιά ως προς τον εισερχόμενον) με θολωτά κτίσματα του κάτω ορόφου και διαμερίσματα μοναχών στα άνω. Στη νοτιοανατολική πτέρυγα του μοναστηριού υπάρχουν χώροι υποδοχής και ξενώνας.
2. Το Καθολικό της Μονής
Το κέντρο του εσωτερικού περιβόλου καταλαμβάνει το καθολικό της μονής Λουκούς, που ξεχωρίζει από τα επιχρισμένα με ασβέστη κτίρια, καθώς είναι κατασκευασμένο επιμελώς από κοκκινωπό πωρόλιθο, σύμφωνα με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοποιίας. Στο ιερό και στον τρούλο η τοιχοποιία είναι επιμελημένη, με κανονικότερες τις στρώσεις των πώρινων λίθων με τους πλίνθους, ενώ στις μεγάλες επιφάνειες η τοιχοποιΐα είναι πιο αμελής.
Από τα λείψανα του μωσαϊκού δαπέδου και της κυλινδρικής καμάρας επί του βόρειου τοίχου, αλλά και από τις γραπτές πηγές εικάζεται η ύπαρξη δύο παρεκκλησίων. Εκατέρωθεν της εισόδου προ του 1821 υπήρχαν δύο παρεκκλήσια, τα οποία σώζονταν κατά τα πρώτα έτη μετά την απελευθέρωση: του Αγίου Χαραλάμπους προς Βορρά και του Αγίου Παντελεήμονος προς Νότο. Τα παρεκκλήσια ήταν θολοσκέπαστα, με ωραίες τοιχογραφίες και διαστάσεις όχι μεγαλύτερες των 3.00 μ. κατά μήκος και πλάτος, αλλά σήμερα δε σώζονται.
Το καθολικό στον τύπο του τετρακιόνιου, σύνθετου εγγεγραμμένου σταυρού με οκταγωνικό τρούλο και τρεις τρίπλευρες αψίδες ιερού στην ανατολική πλευρά έχει εξωτερικές διαστάσεις 11,70 x 9,10 μέτρα. Ενώ η μονή πυρπολήθηκε από κατά τη βίαιη επιδρομή του Ιμπραήμ, εντούτοις καθολικό, όπως προαναφέρθηκε σώθηκε. Από αρχιτεκτονικής απόψεως στο εσωτερικό διακρίνουμε το λεγόμενο τετρακάμαρο, δηλαδή τον κυρίως ναό και τα τέσσερα γωνιαία μικρότερα διαμερίσματα που στεγάζονται με ασπίδες.
Ο τρούλος, με διαστάσεις: 3,85μ. ύψος και διάμετρο 0,52μ., στηρίζεται σε τέσσερις μονολιθικούς αρράβδωτους κίονες από μάρμαρο με πράσινες φλέβες, που στηρίζουν τα αντίστοιχα τόξα. Ως κιονόκρανα έχουν χρησιμοποιηθεί ανεστραμμένες ιωνικές βάσεις. Διπλή σειρά οδοντωτών γείσων περιτρέχει τις στέγες. Τις επιφάνειες των στενών πλευρών κοσμούν κεραμεικά διακοσμητικά στοιχεία, όπως ήλιοι, μονογράμματα του Χριστού, απομιμήσεις κλάδων, δέντρων, κλπ. Σειρά ρόμβων δίκην ζωφόρου περιβάλλει τον τρούλο.
Στην τοιχοποιία έχουν ενσωματωθεί τμήματα μαρμάρινων αναγλύφων από αρχαιότερα κτίρια, όπως κορινθιακά επίκρανα, ανάγλυφες ταινίες επιστυλίων, κυλλίβαντες κ.ά., καθώς επίσης και μικρασιατικά κοίλα πινάκια (ροδίτικα) στα αετώματα των παραθύρων, της μεσαίας κόγχης, κλπ. Ο ναός συνιστά κομψοτέχνημα αρχιτεκτονικής και ναοδομίας.
Η μοναδική τοξωτή θύρα εισόδου βρίσκεται στο μέσον της δυτικής πλευράς. Το μικρό μαρμάρινο κωδωνοστάσιο στα δυτικά είναι νεώτερο και φέρει πιθανώς τη χρονολογία 1870. Ο ναός φωτίζεται από τα οκτώ στενόμακρα παράθυρα του τρούλου, από τα ανοίγματα του ιερού και από τα παράθυρα των μακριών πλευρών.
Το αρχικό δάπεδο του ναού της Λουκούς διατηρείται διαμορφωμένο με έγχρωμες μεγάλες άνισες πλάκες. Εναλλάσσονται με ακανόνιστα παρεμβαλλόμενα μικρότερα κομμάτια με παρένθετα θωράκια, τμήματα από παλιότερες διακοσμήσεις. Στο κέντρο του δαπέδου, κάτω από τον τρούλο και μέσα σε τετράγωνο πλαίσιο παρεμβάλλεται ένας ανάγλυφος δικέφαλος αετός πάνω σε στρογγυλή πλάκα, διαμέτρου 0,48 μ., που μαρτυρά τον σταυροπηγιακό χαρακτήρα της μονής.
Οι Sodini, Πάλλας και Spiro θεωρούν ότι ένα τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου, που διακρινόταν στη νοτιοδυτική γωνία του ναού είναι παλαιοχριστιανικό. Ο Ορλάνδος το 1924 είχε χρονολογήσει το καθολικό της μονής Λουκούς στον 12ο – 13ο αιώνα. Από τότε όλοι οι μελετητές της ιστορίας της μονής δέχονταν ότι ο ναός είναι βυζαντινό κτίσμα. Σύμφωνα, όμως, με νεώτερες έρευνες τόσο του Μ. Χατζηδάκη, όσο και του Χ. Μπούρα, το καθολικό της μονής ανήκει στους μεταβυζαντινούς ναούς κατά μίμηση βυζαντινών προτύπων.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ – ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ
Στον κώδικα της μονής το έτος 1649 καταγράφεται ως έτος αγιογράφησης του ναού. Το καθολικό είναι κατάγραφο εσωτερικά με καλά διατηρημένες σήμερα τοιχογραφίες, άγνωστου καλλιτέχνη, που απεικονίζουν εκτός της συνήθους εικονογραφίας θέματα από την Αγία Γραφή και τους 24 Οίκους του Ακαθίστου Ύμνου. Οι τοιχογραφίες φέρουν ίχνη από τα χτυπήματα των επιδρομέων του Ιμπραήμ, όπως σπαθισμούς στα πρόσωπα των εικονιζομένων αγίων, ωστόσο, στο μεγαλύτερο μέρος τους οι τοιχογραφίες έχουν διατηρηθεί ακέραιες. Ο αγιογράφος χειρίζεται διάφορες τεχνοτροπίες και η τέχνη του – σύμφωνα με ορισμένους μελετητές – μπορεί να παραβληθεί με τοιχογραφίες γνωστών ζωγράφων του 16ου-17ου αι., των Μόσχων, των Κακαβάδων και των μαθητών τους. Όμως, σε κανέναν από αυτούς δεν μπορεί να αποδοθεί με ασφάλεια η τοιχογράφηση του καθολικού της Λουκούς. Ο λαϊκός χαρακτήρας των τοιχογραφιών αυτών είναι αναμφισβήτητος και διακρίνεται από την αγάπη για την περιγραφή αντικειμένων του λαϊκού βίου και τη σχηματοποίηση στις μορφές.
ΦΟΡΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Ενδιαφέρουσες είναι και οι φορητές δεσποτικές εικόνες του ξυλόγλυπτου τέμπλου με την εκφραστική και επιμελημένη τεχνική τους, καθώς και οι εικόνες του ιερού. Όλες αποτελούν έργα του 17ου αιώνα (1639 ως 1641), είναι εξαιρετικής τέχνης και διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση. Φέρουν ονόματα ευσεβών δωρητών που απεικονίζονται σε στάση δέησης. Οι εικόνες αυτές είναι οι ακόλουθες: εικόνα του Χριστού, που παρίσταται ένθρονος μεταξύ της Θεοτόκου και της Αγίας Αικατερίνης (1641) · Μεταμόρφωση· εικόνα της Παναγίας Γλυκοφιλούσας δια χειρός Παναγιώτου ιερέως Αγίου Ιωάννου, του Δεσπότου Χριστού με τα σύμβολα των τεσσάρων Ευαγγελιστών (1639) ·του Προδρόμου (1639) · της Αναλήψεως (1639). Οι τρεις τελευταίες φέρουν δεήσεις πιστών Μονεμβασιωτών (οικογενείας Ρίτζου και Αριανίτου)·
Πριν από την επιδρομή του Ιμπραήμ στη μονή μαρτυρείται ότι οι μοναχοί είχαν απομακρύνει όλα τα εύφλεκτα υλικά, αλλά τις παραπάνω εικόνες τις έκρυψαν στις γύρω χαράδρες. Άλλες εικόνες που σώζονται στο ναό είναι της Αναλήψεως, το θαυματουργό εικόνισμα της μονής του Τιμίου Προδρόμου, της Δεήσεως της Αγίας Αικατερίνης και της Παναγίας και του Χριστού ενθρόνου.
ΑΚΙΔΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
Σε πολλά σημεία του εσωτερικού του ναού διαβάζονται ακιδογραφήματα. Αριστερά από την εικόνα του αγίου Αδριανού διακρίνεται το «1611 Νοεμβρίου 4» και αν δεν έχει γραφεί εκ των υστέρων, είναι μια ένδειξη χρονολογική για την αγιογράφηση, που ασφαλώς δεν θα ήταν η πρώτη. Στους κίονες του ναού διαβάζει κανείς λίγο προγενέστερες χρονολογίες: στον ΒΑ κίονα «160(;) ΕνΜονη…..»· στον ΝΑ τη χρονολογία «1609» και διάφορα σχέδια με διαβήτη, ένα μάλιστα με παράσταση πλοίου. Γενικά έχουν καταγραφεί και άλλα χαράγματα, που χρονολογούνται από το 1722 ως το 1853. Η λεπτομερέστερη ανάγνωση και τεκμηρίωση των χαραγμάτων θα μπορούσε να δώσει ενδιαφέροντα, άγνωστα πιθανόν, στοιχεία.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – ΚΕΙΜΗΛΙΑ
Η μονή διατηρεί μία βιβλιοθήκη με 500 περίπου βιβλία, παλιά και νέα. Εκεί φυλάσσονται επίσης χειρόγραφοι κώδικες και σιγιλλιώδη πατριαρχικά έγγραφα. Ένα από αυτά σε μεμβράνη είναι του Γρηγορίου Ε΄. Παλαιότερα υπήρχαν φιρμάνια, χοντζέτια, ταπιά και άλλα, ελληνικά έγγραφα (συνολικά 60), τα οποία παραδόθηκαν στην Επιτροπή για την καταμέτρηση των μοναστηριακών κτημάτων.
Πολλά από τα κειμήλια της μονής κάηκαν κατά την πυρπόληση της μονής από τον Ιμπραήμ. Ωστόσο, διατηρήθηκαν μερικά αντικείμενα, όπως και το πολυτιμότερο για τη μονή κειμήλιο: ένας σταυρός με Τίμιο Ξύλο και διάφορα άγια λείψανα. Το Τίμιο Ξύλο, «που πολλές φορές ευωδιάζει», είναι δώρο της Αικατερίνης της Ρωσίας, η οποία είχε προσφέρει από ένα μικρό κομμάτι Τίμιου Ξύλου στα περισσότερα μοναστήρια της Ελλάδας. Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να θαυμάσει σταυρούς ευλογίας, ευαγγέλιο του 1781, άγια ποτήρια, άμφια, φορητές εικόνες του 16ου αιώνος και τίμια λείψανα των αγίων Γεωργίου Τροπαιοφόρου, Δημητρίου Μυροβλήτου, Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ιακώβου, Ιεροθέου, Παρασκευής, Αγάθης, Θεοδώρων, Νεκταρίου, Ξένης, Μακρίνας, Ευφρασίου του Μαγείρου κ.ά.
Η ΜΟΝΗ ΣΗΜΕΡΑ
Η ηγουμένη Νεκταρία με εννέα μοναχές φροντίζει για τη λειτουργία της μονής και την υποδειγματική της τάξη. Οι μοναχές ασχολούνται εκτός των καθηκόντων τους –όχι συστηματικά πλέον- με την ταπητουργία, με το εργόχειρο και τις αγροτικές εργασίες. Παλαιότερα μάλιστα λειτουργούσε έκθεση ειδών ευλαβείας και χειροτεχνίας.
ΜΕΤΟΧΙΑ
Η μονή Λουκούς παλαιότερα είχε τέσσερα μετόχια. Σήμερα όλα τα εγκαταλελειμμένα γειτονικά μονύδρια και μοναστήρια έχουν περιέλθει σαν μετόχια στη μονή.
1. Μετόχι στα Καλύβια Αγίου Ιωάννου (Ανάληψη στο μεσόγειο Άστρος)
Καταγράφεται ανάμεσα στα τέσσερα μετόχια της μονής και περιγράφεται σαν ένα τετράγωνο κτηριακό συγκρότημα, με πύργο στη δυτική πλευρά, με ερειπωμένα οικήματα στη νοτιοδυτική γωνία, πυρπολημένα από τον Ιμπραήμ. Έξω από τη νότια πλευρά βρίσκεται ο ναός του Τιμίου Προδρόμου που επίσης πυρπολήθηκε. Στο μετόχι ανήκε ένα όμορο, μεγάλο χωράφι, έκτασης 33,5στρ. Ένα τμήμα του πουλήθηκε σε οικόπεδα το 1935 από τη μονή, ένα άλλο απαλλοτριώθηκε από την κοινότητα Άστρους, το 1937. Μέρος του παραχώρησε το 1946 η Κοινότητα και έγινε το σημερινό Γυμνάσιο. Το μετόχι αυτό βρίσκεται κτισμένο στα τελευταία σπίτια του μεσόγειου Άστρους, πάνω στο δρόμο προς Δολιανά και Τρίπολη.
Το καθολικό του σήμερα είναι αφιερωμένο στην Ανάληψη. Πρόκειται για νεόκτιστη βασιλική (1952) από πέτρα, με δίρριχτη στέγη και διαστάσεις 6,75×10,00μ. Έχει τρίπλευρη αψίδα ιερού με δίλοβο παράθυρο. Στη δυτική όψη φέρει καμπαναριό. Εσωτερικά, φέρει ξύλινη οροφή και κτιστό τέμπλο. Απέναντι από το ναό, προς τα δυτικά, βρίσκεται ένα ψηλό, παραδοσιακό κτίριο ασβεστωμένο, που λέγεται ακόμη πύργος. Εντυπωσιάζει με τις μεγάλες καμάρες του ισογείου, που στηρίζουν τις πλατιές σκάλες και την οροφή. Εκεί βρίσκονταν και τα κελλιά, που στέγαζαν στρατό, φτωχούς και ξένους. Η αψιδωτή είσοδός τους προστατεύεται με δύο τουφεκίστρες δεξιά – αριστερά. Προς τα νότια, ένα ισόγειο κτίριο εφάπτεται του πύργου και αποτελούσε τους αποθηκευτικούς χώρους του μετοχίου. Άλλοτε το μετόχι είχε περισσότερα κελλιά και χρησίμευε για κεραμοποιείο της μονής Λουκούς, όπου κατασκεύαζαν πιθάρια, κανάτια, κ.ά.
2. Μετόχι Άγιος Δημήτρης στα «Χαντάκια»
Παλαιό μετόχι της Λουκούς είναι και ο Άγιος Δημήτριος, τρία τέταρτα της ώρας πορεία βορειοανατολικά του Αγίου Ιωάννου Κυνουρίας. Πρόκειται για ένα μικρό εκκλησάκι με ημικυκλική κόγχη ιερού και μονόλοβο πέτρινο καμπαναριό πάνω από τη δυτική πόρτα. Το βουνό που υψώνεται πάνω του λέγεται «Καλογεροβούνι». Εκεί υπήρχε και ασκητήριο της μονής Λουκούς. Το μετόχι του Αγίου Δημητρίου «Ορινόν» είναι κατά μεγάλο μέρος πυρπολημένο. Στη νότια πλευρά του διατηρούνται οι αποθήκες, ενώ στο άκρο του βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, πυρπολημένη από τον Ιμπραήμ. Εκεί, ανάμεσα στο ναό και τις αποθήκες, αναβλύζει πηγή νερού.
3. Μετόχι στη Ζάβιτσα – Αγία Σωτήρα
Η Αγιά Σωτήρα βρίσκεται στη θέση «Κλήμα», πάνω στο βουνό της Ζάβιτσας, 2.5 ώρες πάνω από το Ξεροπήγαδο. Όμως τώρα στη θέση του παλιού ναού έχει κτιστεί σύγχρονο εκκλησάκι.
4. Άγιος Νικόλαος Καρυάς (βλ. Άγιος Νικόλαος Καρυάς)
ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ
Το καλοκαίρι του 2006 πραγματοποιήθηκαν σε δύο φάσεις σωστικές επεμβάσεις στο μαρμαροθετημένο δάπεδο του καθολικού της μονής Λουκούς από συντηρητές της Διεύθυνσης Συντηρήσεως Αρχαιοτήτων, ενώ το 2007 πραγματοποιήθηκε συντήρηση των τοιχογραφιών στο βορειοανατολικό διαμέρισμα του κυρίως ναού του καθολικού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Αντωνακάτου Ν. – Μαύρος Τ., Ελληνικά Μοναστήρια, Μονές Αρκαδίας, Πελοπόννησος, τ. Β΄, Αθήνα 1979, σ.287-300.
– Βαγενάς Θ., «Η Μονή ‘Λουκούς’ της Θυρέας», Αρκαδικά, Αθήναι 1978, τεύχος 1, σ. 13-14.
– Βοκοτόπουλος Π.Λ., Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις την δυτικήν Στερεάν Ελλάδα και την Ήπειρον από του τέλους του 7ου μέχρι του τέλους του 10ου αιώνος, Βυζαντινά Μνημεία 2, ΚΒΕ, Θεσσαλονίκη 1975, σ.139, σημ.3.
– Γριτσόπουλος Τ., «Μονή της Λουκούς», Θ.Η.Ε., σ.402-406.
– Γριτσόπουλος Τ., Ιστορία της Τριπολιτσάς, τ. Α΄, Αθήναι 1972, σ.321.
– Γριτσόπουλος Τ., «Η Κατά Κυνουρίαν Μονή Λουκούς», Πελοποννησιακά, τ. ΣΤ΄, 1963-68, σ. 129-190.
– Έκδοσις Ιεράς Μονής Λουκούς 1976, Ιστορικόν Σημείωμα της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως Του Σωτήρος (Λουκούς), σ.8-42.
– Ekschmitt W., «Στην άγνωστη Ελλάδα», Θυρεάτις γη, σ. 432.
– Ζακυθηνός Δ. Α., «Ανέκδοτα πατριαρχικά έγγραφα των χρόνων της Τουρκοκρατίας», Ελληνικά 2 (1929) 411-415.
– Κακαβούλια Ι., Ι. Κοσκινά, Κ. Χασαπογιάννη, Η Θυρεάτις, Αθήνα 1934, σ.165.
– Καλογερόπουλος Ν., Μεταβυζαντινή και Νεοελληνική Τέχνη, Αθήνα 1926, σ.117.
– Καλοκύρης Κ., Βυζαντινές Εκκλησίες της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Θεσσαλονίκη 1973, σ.132.
– Καλλούτση Καλ., «Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Λουκού», Κυνουριακά, Αθήνα 1930, σ. 124-134.
– Κόντη Βούλα, «Ιστορική Γεωγραφία της Αρκαδίας (395 – 1209)», Σύμμικτα 6 (1985) σ. 100.
– Κουσκουνά Ιω.– Χασαπογιάννη Κυρ. –Κακαβούλια Ιω., Θυρεάτις Γη: Ιστορία – Αρχαιολογία – Λαογραφία, Αθήνα 1981, σ.230-240.
– Κοφινιώτου Ε., «Η Εκκλησία εν Ελλάδι», Αθήνα 1897.
– Λέκκος Ευ. Π., Τα Μοναστήρια του Ελληνισμού: Ιστορία – Παράδοση – Τέχνη, τ. Β΄, Αθήνα 1998, σ. 83-85.
– Megaw A.H.S., “Byzantine reticulate revetments”, στο Χαριστήριον εις Α. Κ. Ορλάνδον, τ. Γ΄, Αθήνα 1966, σ.15-16.
– Μητροπολίτου Μαντινείας και Κυνουρίας Αλεξάνδρου, Τα μοναστήρια της Θυρέας, Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Λουκούς, Αθήναι 2000, Ανάτυπον από την Ιστορία της Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας (τ. Β΄), σ. 107-156.
– Ορλάνδος Α.Κ., Η μονή Λουκούς, Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος, 1924, σ.419-433.
– Πιτσινός Δ., «Η ονομασία της Μονής της Λουκούς», Αρκαδικά, Αθήναι 1979, τεύχ. 6, σ. 79-80.
– Ρωμαίος Κ., «Ερευνητική περιοδεία εις Κυνουρίαν», Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1950, σ. 236-237.
– Ρωμαίου Κ., «Κυνουρία και Κυνούριοι», Πελοποννησιακά, τ. Α΄, Αθήναι 1956, σ. 10-13.
– Σαραντάκης Π., Αρκαδία: Τα μοναστήρια & οι εκκλησίες της, Οδοιπορικό 10 αιώνων, Αθήνα 2000, σ.156- 159.
– Τσακόπουλος Α., Ιστορικά και λαογραφικά σημειώματα, τεύχος Α΄, Αθήνα 1960, σ.13.