Μενού Κλείσιμο

Ιερά Μονή Γοργοεπηκόου Νεστάνης

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ

Η μονή βρίσκεται στα ανατολικά/νοτιοανατολικά του χωριού Νεστάνη, σε υψόμετρο 980 μ., επάνω στο βουνό Γουλάς (1.160 μ.), το οποίο έχει ημικωνικό σχήμα, καθώς οι πλαγιές του στενεύουν απότομα προς την κορυφή. Απέχει περί τα 15 χλμ. από την Τρίπολη. Το μοναστήρι της Γοργοεπηκόου επιβάλλεται στο φυσικό τοπίο της περιοχής. Πανύψηλες οροσειρές πλαισιώνουν την περιοχή της Νεστάνης – Κτενιάς , Αρτεμίσιο, Λύρκειο- στα ανατολικά, το Μαίναλο στα δυτικά και ανάμεσα τους η έκταση της αρχαίας Μαντινείας. «Μαντινέη ερατεινή» αποκαλεί την Μαντινεία ο Όμηρος.

Η κώμη της Νεστάνης βρίσκεται χαμηλά σε επίπεδο μέρος στην κατωφέρεια του πρανούς, ενώ ο δρόμος προς το μοναστήρι είναι ανηφορικός. Ο επισκέπτης εισέρχεται στη μονή από δύο εισόδους: Στα δυτικά ανεβαίνοντας υπάρχει επιβλητική νεότερη πέτρινη σκάλα, η οποία καταλήγει στην τοξωτή θύρα των αποθηκών και των σταύλων. Η δεύτερη είσοδος βρίσκεται στα νότια του μοναστηριού. Ο χώρος περιμετρικά του ορθογώνιου κτιριακού συγκροτήματος είναι ελεύθερος. Τα κτίσματα, αν και έχουν υποστεί μεταβολές και διαρρυθμίσεις, παραμένουν διώροφα. Οι άνω όροφοι, ως επί το πλείστον, χρησιμοποιούνται ως κελιά ή ξενώνες και τα ισόγεια με τα χαγιάτια τους ως αποθήκες.

Ο στρατηγικής σημασίας χώρος του Γουλά είχε φιλοξενήσει κτίσματα, ασκητήρια και εκκλησίδια διάσπαρτα μέσα στις σπηλαιώδεις πτυχές του. Στα ανατολικά της μονής,  στους πρόποδες του Γουλά, οι Βυζαντινοί έκτισαν ένα ναό προς τιμήν της Αναλήψεως του Χριστού. Βρίσκεται εντός του φυσικού σπηλαίου και είναι πλέον ερειπωμένος. Έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα κτισμάτων και οχυρώσεως στον αυχένα του απότομου όρους, ένδειξη προϋπάρχοντος οικισμού.

Ο ναός της Αναλήψεως του Γουλά εισχωρεί στο σπήλαιο και έχει προέκταση προς τα δυτικά. Η προσπέλαση είναι πολύ δύσκολη. Σήμερα σώζεται η ανατολική ημικυκλική κόγχη και η αρχή του νότιου τοίχου, ενώ η βόρεια πλευρά είχε λαξευτεί στο φυσικό βράχο, ο οποίος και παρείχε σπηλαιώδη επικάλυψη του ναού. Για να στηριχθεί η προς τα δυτικά επέκταση είχε κατασκευασθεί αναλημματικός τοίχος, επί του οποίου διακρίνονται ξυλόδεσμοι από κέδρο. Ο ναός ήταν κατάγραφος με τοιχογραφίες εκ των οποίων σώζονται κάποια ακέραια τμήματα.

ΟΝΟΜΑΣΙΑ

Η σημερινή Νεστάνη είναι ένα μεγαλοχώρι της επαρχίας της Μαντινείας και πήρε το όνομα της αρχαίας Νεστάνης μόλις το 1927. Ως τότε λεγόταν Τσιπιανά από το βυζαντινό τοπωνύμιο, όπως ονομαζόταν και το ομώνυμο κάστρο, το κτισμένο πάνω στο Γουλά.

Στο πρανές απόκρημνου και αγέρωχου βράχου, ο οποίος δεσπόζει των γύρω παραφυάδων του Μαινάλου που κλείουν το περίφημο «αργόν πεδίον», υψώνεται το ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας της Γοργοεπηκόου.

Η προσωνυμία Γοργοεπήκοος προέρχεται από την πίστη των χριστιανών ότι η Παναγία εισακούει γοργά (αμέσως) τις προσευχές των πιστών. Η ετέρα προσωνυμία της Παναγίας των «Τσιπιανών ή Τσιπιανίτισσας» είναι τοπωνυμική και προέρχεται από την ονομασία του τόπου όπου  βρίσκεται, τα Τσηπιανά ή Κηπιανά. Υποστηρίζεται από τους Ντ. Αντωνακάτου – Τ. Μαύρο ότι τα Κοπιάνε υπήρξαν βυζαντινός οικισμός, ο οποίος αναπτύχθηκε κάτω και πέριξ του εκεί κάστρου, το οποίο και διατηρήθηκε μέχρι την εποχή της Τουρκοκρατίας. Από τα Κοπιάνε και λόγω τσιτακισμού ή παραφθοράς της λέξης προήλθε η λέξη «Τσαπιών». Ο Fougeres  το ετυμολογεί από την αλβανική λέξη Tsip=τσίπουρο, ο Ρηγόπουλος πάλι από το αλβανικό Tsep=κέρατο, αιχμηρό. Το  κάστρο Κηπιανά αναφέρεται στο Αραγωνικό Χρονικό του Μορέως (1393). Αναφέρεται αργότερα το 1467 σαν ερειπωμένο «R.ZIPIANA» στον πίνακα των κάστρων του Μοριά, από τον Stephano Magno.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Αρχικά ανδρικό το μοναστήρι πέρασε όλες τις φάσεις: ακμή, μεγάλος αριθμός μοναχών, κάμψη, αραίωση μοναχών, καταστροφές από Ενετούς, Τούρκους, Αλβανούς, προσφορά στο Γένος, λειτουργία «κρυφού σχολείου», προστασία των χριστιανών σε περιόδους δύσκολες.

Η μονή γιορτάζει την Κοιμήση της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου με συρροή προσκυνητών. Η κωμόπολη της Νεστάνης γιορτάζει την ημέρα του αγίου Γεωργίου επάνω στην κορυφή του Γουλά και η συγκέντρωση του λαού περιέχει στοιχεία παραδοσιακών τελετών παγανιστικού τύπου. Χοροί, τραγούδια, νέοι με ειδικές στολές σε ένα πρωτότυπο πανηγύρι, συντηρούν τον απόηχο της υποδοχής της άνοιξης με τη βλάστηση και την ανανέωση της γης με τα μηνύματα της καρποφορίας. Στην επιστροφή από το Γουλά, το συγκεντρωμένο πλήθος διέρχεται από το μοναστήρι.

Υπάρχει μια ακόμη γραπτή μαρτυρία του σεβασμού των χριστιανών προς τη Γοργοεπήκοο. Μια γυναίκα που ήταν νέα, η Ξένη, αναζήτησε «ξενία», στον οίκο της «Κυρίας Γοργοεπήκοης». Και βρήκε το 1749 την ανάπαυσή της στη μονή. Το γεγονός έχει αποτυπωθεί σε μαρμάρινη πλάκα.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

α) Σημαντικές ιστορικές μνείες για τη μονή:

1536: Στον Κώδικα που βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη (χειρόγραφο αριθ. 1917) υπάρχει αναφορά της κτηματικής περιουσίας της μονής που φτάνει ως το έτος 1536 .

1594: Σιγίλλιο Πατριάρχη Ιερεμία Β΄.

1700: Σύμφωνα με την απογραφή των Ενετών, η μονή έχει «15 οικίας ή κέλλας, 320 αμπελώνας χέρσους, 15 βοσκοτόπους».

1730: Αγάδες της Τριπολιτσάς πήραν τον τόπο του μοναστηριού. Οι μοναχοί απευθύνθηκαν στην Υψηλή Πύλη και κατοχύρωσαν την περιουσία τους με φιρμάνι.

1796-1770: Κατά τα Ορλωφικά η Μονή πυρπολήθηκε και ερημώθηκεΟ Γρηγόριος  Ε΄ ανανεώνει το σιγίλλιο του Ιερεμία Β΄.

1805: Ο Leake περνώντας από τη Γοργοεπήκοο καθώς πήγαινε στο Άργος, μέσα από το Τουρνίκι, αναφέρει ότι η μονή έχει «20 καλογήρους».

1805: Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικος απειλεί με βαριές εκκλησιαστικές ποινές όλα τα μοναστήρια που δεν θα θελήσουν να συμμορφωθούν «άνευ ευρεσιολογίας εις την καταβολήν των οφειλομένων ετησίων». Ανάμεσα σε αυτά και η Γοργοεπήκοος.

1821: Κατά την Επανάσταση η μονή υπήρξε στόχος επιθέσεων. Θηριωδίες, λεηλασίες, καταστροφές, αλλά και ηρωισμοί. Η δράση του αγωνιστή ηγουμένου Γρηγορίου υπήρξε σημαντική στον Αγώνα. Πολέμησε μαζί με άλλους μοναχούς, με αρχηγούς τους Αρβάλη, Σέκερη, Δαγρέ και Ιερόθεο Αθανασόπουλο. Στο τέλος σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον του Ιμπραήμ στην ΚυνουρίαΠριν από το 1821, η μονή είχε 9 μοναχούς, 3 δοκίμους, 5 υπηρέτες, έσοδα 12.000 και έξοδα 8.000.

1825: Σκοτώνεται στις 10 Ιουνίου ο αγωνιστής ηγούμενος Γρηγόριος, ενώ στα απομνημονεύματα του Γενναίου Κολοκοτρώνη αναφέρεται ότι την ίδια χρονιά ο Δημ . Τσώκρης καταφεύγει στο μοναστήρι των Τσιπιανών με 400 άνδρες.

1826: Ο Ιμπραήμ πυρπόλησε τη μονή κατέστρεψε το υδραγωγείο της και οι μοναχοί της διασκορπίστηκαν και γύρισαν  το 1836, όπως αναφέρει ο Γριτσόπουλος. Οι μοναχοί διασκορπίστηκαν και γύρισαν μόλις το 1836. Φαίνεται όμως ότι κατά το δεκάχρονο αυτό διάστημα η μονή δεν έκλεισε. Αυτό συμπεραίνεται από τη διένεξη της Μονής Τσιπιανών με τον ηγούμενο του μοναστηριού Αγίου Νικολάου Άργους (Ζόγκας) που ανήκε ως μετόχι  στη μονή. Τον ηγούμενο αυτό, ιερομόναχο Γρηγόριο Παπαγεωργίου, κατηγορεί ο ηγούμενος Παΐσιος των Τσιπιανών ότι δεν απέδωσε ποτέ λογαριασμό και ότι δεν αναγνώρισε την  εξάρτηση από τα Τσιπιανά, ούτε αυτός ούτε οι δύο καλόγηροι του μοναστηρίου του Αγίου Νικολάου.

16 Ιουνίου 1833: Σύντομη έκθεση του ηγουμένου της μονής Παϊσίου, η οποία υποβλήθηκε στον νομάρχη Αρκαδίας. Σε αυτήν αναφέρεται σε γενικές γραμμές το παρελθόν της μονής, όπως το διατύπωνε στηριζόμενος κυρίως στη μνήμη του ο πρώτος ηγούμενος της μετεπαναστατικής περιόδου.

Γεωγραφικά αναφέρεται η θέση της μονής κάτω από το κάστρο του Γουλά, όπου υπήρχαν παλαιά κτίρια και ερειπωμένες εκκλησίες. Η μονή ήταν σταυροπηγιακή «παμπάλαια» από τα γύρω μοναστήρια και από αυτό των Βαρσών ήταν αρχαιότερη. Κατά την εξέγερση του 1770, η μονή πυρπολήθηκε αλλά ανακαινίσθηκε σιγά σιγά και το 1802 εμφάνιζε εξωτερικά λαμπρές οικοδομές. Στην αρχή της Ελληνικής Επανάστασης, οι πολιορκούμενοι Τούρκοι εξήλθαν από την Τριπολιτσά και επιτέθηκαν εναντίον της μονής, όπου είχαν καταφύγει πολλοί κάτοικοι. Σε επόμενη επιδρομή η μονή πυρπολήθηκε και διαλύθηκε. Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς  οι μοναχοί ανασυγκρότησαν για λίγο τη μονή, η οποία καταστράφηκε στη συνέχεια από τους Αιγυπτίους, ενώ μετά το τέλος της Επανάστασης ξεκίνησαν οι εντατικές προσπάθειες επισκευής της.

1836: Από άλλο έγγραφο των Γ.Α.Κ. διαπιστώνεται η καταστροφή που έχει επιφέρει στη Μονή ο Ιμπραήμ και ο μεγάλος σεισμός του 1836.

1948: Από τα Γ.Α.Κ μας είναι γνωστός ένας προϋπολογισμός που υποβάλει στη Νομαρχία Αρκαδίας, κατόπιν αιτήσεώς της, ο αξιωματικός του Μηχανικού Α. Μομφεράτος, όπου γίνεται μια λεπτομερής όσο και σαφής αναφορά των ζημιών που υπέστη η μονή από ραγδαία βροχή τον Φεβρουάριο του 1948. Κατατοπιστικό είναι το σχέδιο του Μομφεράτου. Σε αυτό το σχέδιο του μηχανικού υπάρχει μια σημαντική παρατήρηση: «ο Ναός είναι βυζαντινής εποχής και καλώς διατηρημένος τα δε κελλία μεταγενέστερης και κακής κατασκευής».

Το 1970 η μονή μετατρέπεται σε γυναικεία.

β) Χρονολόγηση

Ο Παυσανίας στα Αρκαδικά του, μνημονεύει τη Νεστάνη ως  Νοστίαν ή Νοστέαν και το 170 τη βρίσκει ερειπωμένη. Πάνω στο λόφο Πανηγυρίστρα σώζονται ερείπια της πύλης των πελασγικών τειχών της ακρόπολής της που προστάτευε την πόλη της Μαντινείας πολύ πριν θεμελιωθούν σε αυτό το σημείο τα Κηπιανά και το αντικρινό Μουχλί. Κατά τα τέλη του 13ου αιώνα (1296) ιδρύθηκε στην κορυφή του όρους Γουλάς από τους Βυζαντινούς οχυρό κάστρο, όταν εγκαταλείφθηκε το βυζαντινό κάστρο της Τεγέας, Νύκλι. Σύμφωνα με τον Ν. Κ. Μουτσόπουλο,  στα τέλη του 14ου ή στις αρχές του 15ου αιώνα ιδρύθηκε ο ναός της Κοιμήσεως ως ενοριακός της κωμοπόλεως των Τσιπιανών, οικισμού που δημιουργήθηκε πέριξ του κάστρου με την πάροδο του χρόνου. Την άποψη αυτή τη στηρίζει στην ομοιότητα που παρουσιάζει το καθολικό ως προς τις διαστάσεις και τη μορφολογία του με τον extra muros ναό της Κοιμήσεως Μουχλίου.

Το παλαιότερο έγγραφο με χρονολογία 1340, στο οποίο υπάρχει γραπτή αναφορά για το μοναστήρι της Γοργοεπηκόου στα Τσιπιανά (μοναστηριακό-πατριαρχικό, της Μονής Γοργοεπηκόου) εκδόθηκε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέκα. Επρόκειτο για συνοδική πράξη (από το αρχείο του Αγίου Όρους) για την επίλυση μιας έριδας μεταξύ των μητροπόλεων Λακεδαίμονος και Παλαιών Πατρών, οι οποίες φιλονικούσαν για μακρό διάστημα για το ποια θα πάρει την Επισκοπή Αμυκλίου. Το συνοδικό δικαστήριο έλαβε χώρα στη μονή Γοργοεπηκόου Τσιπιανών. Από το έγγραφο αυτό συμπεραίνεται ότι κατά τον αιώνα αυτό το μοναστήρι της Γοργοεπηκόου υπήρχε και μάλιστα ανθούσε.

Το σπουδαιότερο γραπτό κειμήλιο της μονής είναι ο  κώδικας που βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη (χειρόγραφο αριθ. 1917) και φέρει τον τίτλο «Νόμος εκκλησιαστικός και Πολιτικός». Στα πρώτα εννέα φύλλα του από τις χρονογραφικές σημειώσεις  παρέχονται πολλά στοιχεία για την ιστορία του μοναστηριού αλλά και την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αυτά τα στοιχεία οφείλονται σε έναν ιερόπαιδα Σταύρο, ο οποίος τα κατέγραψε το έτος 1678, αλλά πολλά προέρχονται από προηγούμενο κώδικα από αντιγραφή. Ο κώδικας δεν εγκαινιάζεται από τον ιερόπαιδα Σταύρο γιατί προϋπήρχε και περιέχει σημειώματα αρχίζοντας από το 1536 με κτηματολογικό περιεχόμενο.

Αφετηρία καταγραφής της κτηματικής περιουσίας της μονής αποτελεί το 1536. Από την καταχώρηση του κτηματολογίου και άλλων υποστατικών συνάγεται ότι το μοναστήρι διέθετε μεγάλη περιουσία, η οποία απεκτήθη κατά τον πρώτο αιώνα της τουρκικής κατάκτησης από αφιερώσεις χριστιανών και αγορές, διατηρήθηκε μετά την εγκατάσταση των Τούρκων, ενώ προϋπήρχε πριν από την εμφάνισή τους.

Το 1592 αναφέρεται ότι κτίστηκε στο Μέγα Δέντρο, στο Καμάρι το μετόχι της μονής, καθώς και κελιά και εκκλησίες, στα όπισθεν του βουνού άλλη εκκλησία, η Αγία Φωτεινή, και στην κορυφή άλλη επί ηγουμενίας Ιωάσαφ. Διαφαίνεται, λοιπόν, ότι η μονή βρίσκεται σε φανερή ακμή τον 16ο αιώνα, η οποία συνεχίζεται και κατά τον 17οαιώνα.

Επόμενο σωζόμενο γραπτό κειμήλιο με αναφορά στη μονή είναι το πατριαρχικό σιγίλλιο του 1594 από το οποίο μπορούν να συναχθούν τα εξής συμπεράσματα:

α) Το μοναστήρι της Γοργοεπηκόου του Γουλά ήταν ανέκαθεν σταυροπήγιο πατριαρχικό (δηλ. φέρει εμπεπηγμένο στα θεμέλια του ναού τον πατριαρχικό σταυρό, τον οποίο έστειλε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά την οικοδόμησή του) και αναγνωριζόταν ήδη καταμετρημένο μαζί με άλλα σε πατριαρχικό κατάστιχο.

β) Ερημώθηκε κάποια στιγμή, ίσως γύρω στο 1460, με την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους και ανακαινίστηκε πάλι και είχε μοναχούς 15 πρό καιρού από την εποχή που απολύθηκε το σιγίλλιο, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται πότε.

γ) Ο επίσκοπος Αμυκλών Θεοδόσιος επιμαρτύρησε για τη σταυροπηγιακή αξία του μοναστηριού και τότε εδόθη πατριαρχικό γράμμα επικυρωτικό, το οποίο ήταν το δεύτερο σιγίλλιο.

δ) Το γράμμα εκείνο χάθηκε και το πατριαρχείο εξέδωσε νέο, χωρίς πάλι να είναι γνωστό πότε, προφανώς ανάμεσα στο 1460 και το 1594, οπότε και το γράμμα υπήρχε.

ε) Το 1594 εμφανίστηκε ο ιερομόναχος Ιωάσαφ και η συνοδεία του και ζήτησαν ανανέωση του σταυροπηγιακού προνομίου. Έτσι εκδόθηκε το τέταρτο κατά σειρά σιγίλλιο.

Έκτοτε δεν παρέστη ανάγκη ανανέωσης του πατριαρχικού προνομίου μέχρι της υποχρεωτικής προσφυγής στο πατριαρχείο επί Γρηγορίου Ε΄, οπότε και εκδόθηκε το πέμπτο υπέρ της μονής πατριαρχικό σιγίλλιο τον Μάρτιο του 1798.

Το σιγίλλιο που εκδόθηκε για το μοναστήρι των Τσιπιανών το 1594 και το σιγίλλιο που εκδόθηκε επίσης την  ίδια περίοδο για τη μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών είναι σχεδόν πανομοιότυπα και αναφέρουν και τα δύο ότι το προηγούμενο σιγίλλιο εφθάρη. Πιθανώς κάποιο κοινό περιστατικό είχε αναστατώσει τη ζωή των δύο γειτονικών μοναστηριών μετά την ανακαίνισή τους και την ομαλή λειτουργία τους. Για να φτάσει ένα μοναστήρι να ερημωθεί, πιθανώς θα συνέβη ένα έκτακτο περιστατικό, όπως σεισμός, επιδρομή αλλοφύλων, θάνατος ή κάτι παρόμοιο.

Ως χρονολογία ίδρυσης της μονής αναφέρεται το έτος 1030 ή 1080 ενώ το κάστρο θεωρείται νεότερο (πιθανώς  του 1296). Κτισμένη σε χώρο αρχαιολογικό με αρχαιότατη λατρευτική παράδοση, με διάφορα λείψανα αρχαϊκά και παλαιοχριστιανικά, η μονή είναι φυσικό να αποτελεί διαδοχική μορφή λατρευτικής συνέχειας. Κάποιο αρχαίο ιερό, ίσως της Δήμητρας, έδωσε τη θέση του στον χριστιανικό ναό κατά τον Curtius Ernst, ενώ πλησίον υπήρχε και το Ιερό της Αρτέμιδος, το οποίο μαρτυρείται από εντοιχισμένα αρχαία μαρμάρινα γλυπτά.

Τόσο η παράδοση όσο και οι επιστήμονες συσχετίζουν τις μονές των Βαρσών και των Τσιπιανών ως προς τη χρονολογία ανοικοδόμησής τους. Θεωρούν ότι η μονή Τσιπιανών είναι οικοδομημένη λιγότερο από μισό αιώνα αργότερα από το μονή Βαρσών, το 1080 περίπου. Εντοιχισμένη πλάκα με χαραγμένη επιγραφή στη δυτική πλευρά της μονής Βαρσών, δίπλα στην πόρτα του καθολικού, αναφέρει ότι κατά την παράδοση η μονή του Αγίου Νικολάου Βαρσών χτίστηκε το 1030. Πρόκειται για νεότερη επιγραφή και είναι άγνωστο σε ποια στοιχεία βασίστηκε. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι σε σύντομη έκθεση του ηγουμένου της Μονής Τσιπιανών Παϊσίου, η οποία υπεβλήθη στο Νομάρχη Αρκαδίας το 1833 και στην οποία αναφέρεται σε γενικές γραμμές το παρελθόν της μονής, κυρίως όπως είχε αποτυπωθεί στη μνήμη του ηγουμένου, αναφέρεται ότι «η μονή ήταν σταυροπηγιακή ‘παμπάλαια’ από τα γύρω μοναστήρια και από αυτό των Βαρσών ήταν αρχαιότερη».

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Το καθολικό της Κοίμησης των Τσιπιανών παρουσιάζει ιδιότυπη μορφή τρίκλιτης θολοσκεπούς βασιλικής που μπορεί να καταταχθεί στον τύπο των λεγόμενων ανατολιζουσών βασιλικών. Ο ναός στο εσωτερικό έχει ένα ζεύγος κιόνων, οι κόγχες του ιερού βήματος, της πρόθεσης και του διακονικού βρίσκονται  προς  τον ευρισκόμενο στα ανατολικά βράχο και η στέγαση των πλαγίων κλιτών γίνεται με τεταρτοκυλινδρικούς θόλους. Παρόμοια διάταξη των κογχών συναντάμε στο ναό της Κοιμήσεως  του Μουχλίου, ενώ ομοιότητα παρουσιάζει το καθολικό της Γοργοεπηκόου με το ερειπωμένο εκκλησάκι της Παναγίας στη θέση Γουδί μετά τη μετατροπή που έλαβε τον 17οαιώνα.

Το κεντρικό κλίτος έχει πλάτος 2,07 μ. και τα εκατέρωθεν κλίτη 1 μ. Στην αψίδα του ιερού υπάρχει μικρή κόγχη λαξευμένη μέσα στον βράχο, η οποία μιμείται τη θέση και τη μορφή του φωτιστικού ανοίγματος. Η θύρα εισόδου του ναού βρίσκεται στη δυτική πλευρά και επικοινωνεί εξωτερικά με το νεότερο νάρθηκα.

Στο δάπεδο της νοτιοδυτικής γωνίας του ναού βρίσκεται οπή κεκαλυμμένη  (καταπακτή), η οποία επικοινωνεί κάθετα με κρύπτη εσωτερικών διαστάσεων 2,30 × 5,44 μ.καλυπτόμενη από ημικυλινδρικό θόλο. Ο προορισμός της κρύπτης είναι άγνωστος, ωστόσο διασώζεται παράδοση σύμφωνα με την οποία αποτελούσε χώρο περιορισμού ψυχοπαθών για θεραπεία.

Με δύο θύρες, μία σε κάθε πλευρά, γίνεται η επικοινωνία με τα δύο προσκολλημένα παρεκκλήσια:  αριστερά ακανόνιστος τραπεζοειδής χώρος καλύπτεται από ημικυλινδρικό θόλο και τιμάται το όνομα των Τριών Ιεραρχών. Δεξιά ο ναός επικοινωνεί με το παρεκκλήσιο του Αγίου Χαραλάμπους, ορθογώνιο χώρο εσωτερικών διαστάσεων  3,09 × 4,45 μ. που καλύπτεται με ημικυλινδρικό θόλο. Στην ανατολική πλευρά του παρεκκλησίου υπάρχει πεζούλι, το οποίο διατρέχει όλο το πλάτος του ναού και έχει ύψος 0,76 μ. Σε ύψος 0,27 μ. από την ανώτερη στάθμη του πεζουλιού υπάρχει άνοιγμα, το οποίο οδηγεί σε κρύπτη, η οποία επικοινωνεί με άλλη που βρίσκεται πάνω από το παρεκκλήσι και καλύπτεται με ημικυλινδρικό θόλο. Οι δύο κρύπτες κατασκευάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας για αποθήκευση αγαθών και απόκρυψη προσώπων. Τα δύο παρεκκλήσια και ο νάρθηκας στη δυτική πλευρά έχουν αλλοιώσει την αρχική  μορφή του ναού.

ΓΛΥΠΤΙΚΗ

Το επιγραφικό και αρχιτεκτονικό υλικό, που έχει περισωθεί στον μοναστηριακό χώρο των Τσιπιανών, είτε είναι εντοιχισμένο στο καθολικό είτε σκόρπιο σε διάφορα σημεία του περιβόλου, αποτελεί οδηγό καθώς και μια λαμπρή ένδειξη της ιστορικής συνέχειας αυτού του τόπου.

Η παρουσία του αρχαίου κόσμου είναι ενδεικτική μέσα από τις επιτύμβιες στήλες που έχουν εντοιχιστεί σε διάφορα σημεία. Εντοιχισμένα σε τοίχο στον δεύτερο όροφο κελιού και εμφανή από τη βόρεια είσοδο της μονής βρίσκονται: μαρμάρινη αρχαία κεφαλή κόρης, καθώς και δύο μαρμάρινα δυσδιάκριτα αντικείμενα εκ των οποίων το ένα παριστάνει ανθρώπινη μορφή σχηματικά αποδοσμένη.

Στο εσωτερικό του καθολικού τα κιονόκρανα των δύο κιόνων που φέρουν τα τόξα έχουν χρησιμοποιηθεί σε δεύτερη χρήση και αποτελούν κατάλοιπα παλαιοχριστιανικής ζωής στο χώρο. Τμήμα μαρμάρινου επιστυλίου έχει εντοιχιστεί μεταξύ της πρόθεσης και του ιερού βήματος  του παρεκκλησίου των Τριών Ιεραρχών. Στο νότιο τοίχο του νεότερου πρόναου του καθολικού βρίσκεται εντοιχισμένο τμήμα μαρμάρινου κοσμήτη(;) με φυτική διακόσμηση. Μαρμάρινο παλαιοχριστιανικό επίκρανο με σειρά  ανάγλυφων φύλλων καλάμου βρίσκεται στην αυλή της μονής. Η Αγία Τράπεζα της Κοιμήσεως αποτελείται από αρράβδωτο κίονα, ο οποίος φέρει κολουροπυραμιδοειδές οκτάεδρο κιονόκρανο ύψους 0,95 μ. Ο εχίνος φέρει ανάγλυφη διακόσμηση από δύο ταινίες, ενώ ο άβακας είναι ορθογώνιος και στην όψη του εικονίζεται πλοχμός εντός των κύκλων του οποίου έχουν χαραχθεί χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια ρόδακες, σταυροί και άλλα γεωμετρικά σχήματα διαμορφωμένα με διαβήτη, γνωστά από την βυζαντινή παράδοση.

Στους αναβαθμούς της κλίμακας, που οδηγεί από τη βόρεια πλευρά στο δεύτερο επίπεδο του καθολικού και των κτιρίων του δεύτερου ορόφου, έχουν τοποθετηθεί σε μορφή κιγκλιδώματος ένας μονολιθικός κίονας στον κατώτερο αναβαθμό και ένας οκταγωνικός κιονίσκος επί του ανώτερου αναβαθμού της κλίμακας. Στο ήμισυ περίπου του ύψους του σωζόμενου κίονα, τον οκταγωνικό κιονίσκο φέρει  πεσσίσκος με την ίδια περίπου διακόσμηση από φυτικά κοσμήματα και ελισσόμενους πλοχμούς. Υπάρχει και μεταγενέστερη επιγραφή, η οποία αναφέρει: ΕΓΕΝΕΤΟ ΜΗΝΑ ΙΟΥΛΙΟΝ 1916.

ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ

Στα δυτικά του νεότερου προνάου βρίσκεται ενεπίγραφο ανάγλυφο που επιστέφεται με αέτωμα και ανθέμια και φέρει την επιγραφή «ΕΥΙΠΠΑ ΧΑΙΡΕ».

Στην είσοδο του προνάου, κάτω από το κωδωνοστάσιο, άλλη στήλη φέρει την επιγραφή «ΑΠΟΛΛΩΝΙ ΧΑΙΡΕ», ενώ  σε  δεύτερη χρήση εντοιχισμένη και ανεστραμμένα τοποθετημένη στήλη στη δεξιά παραστάδα της εισόδου του προνάου, διακρίνεται πιθανώς το ήμισυ επιγραφής:

……ΦΟΙΟΝ

……ΙΡΕ

Άνωθεν της θύρας κελιού δίπλα στο ηγουμενείο βρίσκεται εντοιχισμένη μαρμάρινη  πλάκα, η οποία αναφέρει ότι το κτίσμα έχει ανακαινιστεί το 1747 και  κατά τον Μουτσόπουλο διαβάζεται ως εξής:

Δ Ν Λ  Β ΕΤΟς  Ο   ΔΑΜΑΝΟC  |  †   ΑΨΜΖ[=1747]  ΩΚΟΔΟΜΙ  |

ΗΓΟΥΜΕ [(Μ)]  ΕΒΟΝΤΟΣ- |  ΚΑΜΟΥ  ΕΠΙ   ΙΚΟΥ  ΤΟΥ  |  Ησαιου |

Οι Αντωνακάτου – Μαύρος, αναφέρουν ότι η επιγραφή είναι δυσανάγνωστη και πιθανόν να υπάρχουν δύο επιγραφές, η μία γραμμένη πάνω στην άλλη. Σύμφωνα με την παραπάνω επιγραφή, το κτίσμα αυτό της δυτικής πτέρυγας ανακαινίστηκε το 1747.

Οκταγωνικός κιονίσκος έχει στα τέσσερα σημεία των διαγωνίων παραστάσεις κεφαλών ζώων και στις όψεις των εδρών του ανάγλυφη διακόσμηση συμπλεκόμενων κύκλων και ρόμβων. Στη μία πλευρά φέρει την εξής επιγραφή :

† ΝΕΟ|ΦΙΤΟΥ | ΙΕΡΟ|(ΜΟΝΑ)ΧΟΥ  (ΚΑΙ)  |  ΚΑΘ|ΗΓΟΥ|ΜΕΝ|ΟΥ  ΤΗ  |

ΤΙΑΥ|ΤΗΙ  Μ|ΟΝΗ  |  ΜΝΗC|ΘΗΤ|Ι Χ(Ρ ΙΣΤ)Ε  |  ΕΝ Ο|ΡΑ ΚΑ|ΤΑΔΙ|ΚΗC  |

Ο οκταγωνικός κιονίσκος στο δημοσιευμένο για τη μονή άρθρο του Ν. Κ. Μουτσόπουλου βρισκόταν στο προαύλιο  της μονής και είχε φωτογραφηθεί με κιονόκρανο, το οποίο σήμερα βρίσκεται στην αυλή της μονής, στο εσωτερικό κόγχης στη νότια πλευρά, ενώ ο οκταγωνικός κιονίσκος βρίσκεται εντοιχισμένος στη νεότερη κρήνη της αυλής της μονής. Ο Ν. Κ. Μουτσόπουλος αναφέρει ότι μοιάζει η επιγραφή που βρίσκεται στον κιονίσκο με αυτή που είχε αναφέρει ο Λαμπάκης το 1885, η οποία δεν έχει βρεθεί στο χώρο της μονής και την είχε διαβάσει ως εξής:

† ΙΑΚΟ΄|ΒΟΥ Ι|ΕΡΟ|ΜΟΝ|Α΄ΧΟΥ | ΤΟΥ ΕΛ|ΑΤΟΜ|ΙCΑΝ|ΤΟC | ΤΑ΄Υ|ΤΑC|

TOYTOY M|NHCT|ΙΘΗ|ΤΙ Χ(ΡΙCT)E | EN O|PA KA|TAΔΙ|ΚHC

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Το εικονογραφικό πρόγραμμα του κυρίως ναού του καθολικού χωρίζεται σε οριζόντιες ζώνες. Η κατώτερη ζώνη είναι διακοσμητική. Η αρχική διακόσμηση δεν είναι ορατή, καθώς σε μεταγενέστερη εποχή τοποθετήθηκε νέο στρώμα κονιάματος, το οποίο φέρει διακοσμητικά πλαίσια σε υπόλευκο χρώμα και μαρμαρογραφίες σε σκούρο πράσινο, ενώ ακριβώς πάνω από το δάπεδο –προφανώς λόγω φθοράς– έχουν γίνει επιχρωματισμοί μέχρι ορισμένο ύψος με ελαιοχρώματα.

Η επόμενη ζώνη είναι στενότερη και περιλαμβάνει στηθαίες παραστάσεις αγίων. Η αμέσως ανώτερη ζώνη αποτελείται από παραστάσεις με μαρτύρια αγίων.

Οι δύο ζώνες που ακολουθούν περιλαμβάνουν σκηνές από τον θεομητορικό κύκλο (κάτω ζώνη) και τον χριστολογικό κύκλο (άνω ζώνη), με τις οποίες ολοκληρώνεται το εικονογραφικό πρόγραμμα στους τοίχους. Σε όλες τις ζώνες οι παραστάσεις διαχωρίζονται μεταξύ τους με ερυθρόχρωμη ταινία.

Τα τόξα που συνδέουν τους κίονες του καθολικού φέρουν επίσης ζωγραφική, η οποία αποτελείται από ολόσωμες μορφές αγίων, οι οποίες κρατούν και χαρακτηριστικά αντικείμενα. Στην καμάρα του κεντρικού κλίτους απεικονίζεται ο Παντοκράτωρ και περιμετρικά αυτού μορφές αγγέλων, ενώ στην πρόθεση απεικονίζεται η Παναγία Πλατυτέρα.

Η τοιχογράφηση του καθολικού έχει υποστεί επεμβάσεις και επιζωγραφίσεις, ώστε σε μεγάλο βαθμό να έχει αλλοιωθεί η αρχική μορφή των τοιχογραφιών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της επέμβασης που έχει δεχτεί το μνημείο είναι η μορφή του Παντοκράτορα, η οποία έχει εξ ολοκλήρου επιζωγραφιστεί, ενώ οι μορφές των αγγέλων περιμετρικά αυτού διατηρούν την αρχική τους μορφή.

Το ιερό βήμα, η πρόθεση και το διακονικό στα κατώτερα σημεία τους είναι ζωγραφισμένα με σύγχρονες τοιχογραφίες.

ΚΕΙΜΗΛΙΑ

Στο καθολικό, δίπλα στην εικόνα της Κοίμησης του τέμπλου, βρίσκεται η εικόνα της Γορργοεπηκόου Βρεφοκρατούσας. Η συνοδευτική επιγραφή αναφέρει τα εξής:

«Έγινε το 1818 ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΟΥ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΔΙΑ ΜΑΣΤΟΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΟΥΚΑ, ΔΙΑ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΑΦΙΟΥ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΠΑΝΙΕΡΩΤΑΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΥΡΥΣΘΕΝΗΣ ΚΥΡΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΥΡΥΣΘΕΝΗΣ ΠΡΩΗΝ».

Μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας φαίνεται πως είναι η μικρών διαστάσεων φορητή εικόνα, η οποία ονομάζεται  «κοψοκέφαλη», και φέρει αργυρή επένδυση. Η φορητή αυτή εικόνα, που έχει επικρατήσει να αποδίδεται στον ευαγγελιστή Λουκά, είναι «ασημωμένη» από τον αγωνιστή ηγούμενο Γρηγόρη Παπαγεωργίου, σύμφωνα με την ακόλουθη επιγραφή:

Μ-Ρ                                                                                                                                                             1854                                                                                                                                                         ΓΟΡΓΟΕΠΗΚΟΥΗ ΤΣΙΠΙΑΝΑ                                                                                                                                     Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΚΟΝΑ                                                                                                                                  ΑΣΗΜΟΘΙΚΕΕ    ΣΜΑΛΤΩΘΗ                                                                                                                      ΔΙΑΕΞΟΔΩΝ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ                                                                                                    ΗΓΟΥΜΕΝΕΒΟΝΤΟΣ ΕΜΟΥ                                                        ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΠΑΠΑΓΕ-                                                                                                       ΩΡΓΗ                                        ΑΔΟΥΕΚ Μ-Ι-Σ                                     ΠΑΝΑΟΤΕ                                                                                                              ΚΟΝ         ΠΑΡΑΣΚΕΒΑΣ

*ΔΧΡ*

Επίσης, στη μονή βρίσκονται αργυρός σταυρός με πολύχρωμα πετράδια και τρία χρυσοκέντητα έργα τέχνης:

α) Ο  χρυσοκέντητος Επιτάφιος Θρήνος.

β) Χρυσοκέντητο, στο οποίο απεικονίζεται θρησκευτική παράσταση που φέρει την επιγραφή «ΙΣ.ΧΣ.-ΑΧΟΗ΄(1678). ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΤΗΣ ΓΟΡΓΟΕΠΗΚΟΟΥ – ΔΕΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ»  και

γ) Χρυσοκέντητο καλλιτέχνημα με την επιγραφή  «ΓΑΒΡΙΗΛ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ Ο ΚΣ ΕΒΑΣΙΛΕΥΣΕΝ ΚΑΙ ΓΑΡ ΕΣΤΕΡΕΩΣΕΝ ΤΗΝ ΟΙ ΤΗΣ ΓΟΡΓΟΕΠΗΚΟΟΥ».

Πρέπει να σημειωθεί ότι η μονή δώρισε στη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία ορισμένα πολύτιμα εκκλησιαστικά αντικείμενα, τα οποία σήμερα εκτίθενται στη συλλογή της (ξυλόγλυπτο αρτοφόριο, μεταξωτός αέρας ερυθρού χρώματος, κάλυμμα Αγίου Ποτηρίου και χρυσοΰφαντο επιτραχήλιο).

Στη μονή φυλάσσονται η κάρα του οσίου Προκοπίου του Δεκαπολίτου, λείψανα των αγίων Νεκταρίου, Παρασκευής, Χαραλάμπους, Ιωάννου Χρυσοστόμου, Παντελεήμονος, τεμάχιο Τιμίου Ξύλου, ένας ξυλόγλυπτος σταυρός δώρο της αγίας Αικατερίνης της Ρωσίας και ξυλόγλυπτο εγκόλπιο του Γρηγορίου του Ε΄.

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Στο αρχείο της μονής βρέθηκαν μισοκατεστραμμένα δύο φύλλα ευαγγελίου,  χειρόγραφα περγαμηνά του 11ου αιώνα ή των τελών του 11ου και αρχών του 12ου αιώνα. Από την πολυκαιρία τα σημαδόφωνα (φθογγόσημα της βυζαντινής μουσικής) είναι ξεθωριασμένα.

Στη βιβλιοθήκη επίσης φυλάσσονται: το πατριαρχικό σιγίλλιο του Γρηγορίου Ε΄ (1798). Σε αυτό αναφέρεται ότι η μονή έγινε σταυροπηγιακή το έτος 1594 και ότι το προνόμιο το είχε αποκτήσει με τρία προηγούμενα γράμματα. Το πατριαρχικό σιγίλλιο του 1594 βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού. Επίσης στη βιβλιοθήκη της μονής βρίσκονται κοσμητικές μοναστηριακές σφραγίδες των περιόδων 1580-1853, 1853-1869, 1860 και 1869 μέχρι σήμερα, σουλτανικά φιρμάνια (διατάγματα), χειρόγραφα βιβλία, αφιερώματα ηγουμένων και μοναχών, μοναχολόγια κλπ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

–        Αθανασίου Β., «Τσιπιανά (Νεστάνη)», Αρκαδικά 6 (1976) σελ. 9-10.

–        Αντωνακάτου Ντ. – Μαύρος Τ., Ελληνικά Μοναστήρια. Πελοπόννησος, Μονές Αρκαδίας, Αθήνα 1979, τ. Β΄, σ. 39-47.

–        Γριτσόπουλος Τ., «Τα Μοναστήρια της Αρκαδίας», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, 1965, σ. 178-179.

–        Κωνσταντοπούλου-Δωρή Π., Η πολυώνυμος Δέσποινα και τα επώνυμα προσκυνήματά της, Ηπειρωτική Ελλάς, Πελοπόννησος, τ. Δ΄, Αθήναι 2003, σ. 182-184.

–        Λέκκος Ευ. Π.,Τα Μοναστήρια του Ελληνισμού. Ιστορία- παράδοση- τέχνη, τ. Β’, Αρκαδία 1998, σελ. 78.

–        Μητροπολίτου Μαντινείας και Κυνουρίας Αλέξανδρου, Τα μοναστήρια της Μαντινείας, Ανάτυπον από την Ιστορία της Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, τ.Β΄, Αθήναι 2000.

–        Μουτσόπουλος Ν. Κ., «Αι παρά την Τρίπολιν μοναί Γοργοεπηκόου, Βαρσών και Επάνω Χρέπας»Ε.Ε.Β.Σ., ΕΤΟΣ ΚΘ΄, 1959, σ. 391-415.

–        Μπρέγιαννος Ν. Σ., Παναγιά, η Γοργοεπήκοος Νεστάνης (Τσιπιανών) Αρκαδίας, Τρίπολη 2004.

–        Παπαγιάννης Α. Φ., Ιστορία της Νεστάνης Αρκαδίας, τόμοι 2, Αθήνα 2001.

–        Σαραντάκης Π., Αρκαδία, τα μοναστήρια και οι εκκλησίες της, οδοιπορικό 10 αιώνων, Αθήνα 2000, σ. 16-18.