ΚΗΡΥΞΗ: Υ.Α. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/ΚΗΡ/45723/1577/7-11-1997 (ΦΕΚ 1098/Β/12-12-1997), ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο της χώρας, με ζώνη προστασίας 200 μέτραγύρω του.
ΘΕΣΗ – ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
Η μονή Αγ. Νικολάου Σίντζας έχει κτιστεί μέσα σε σπηλαιώδεις κοιλότητες σε απόσταση 6 χιλιομέτρων βορειοδυτικά του Λεωνιδίου. Το Λεωνίδιο, πρωτεύουσα της Τσακωνιάς, στην εύφορη κοιλάδα που τη διασχίζει ο χείμαρρος Δαφνώνας, διαδέχτηκε την πόλη των αρχαίων Βρασιών ή Πρασιών. Αυτή υπήρξε μία από τις δεκαοκτώ πόλεις των Ελευθερολακώνων και είχε ιερά αφιερωμένα στον Ασκληπιό και τον Αχιλλέα. Το Λεωνίδιο αναφέρεται για πρώτη φορά σε χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου το 1293, στο οποίο γίνεται μνεία του ναού του Αγίου Λεωνίδη, από τον οποίο η πόλη πήρε το όνομά της.
Η νέα πόλη ιδρύθηκε από Πραστιώτες μετά την καταστροφή του Πραστού το 1826. Η μονή Αγίου Νικολάου κτίστηκε στο βάθος της κοιλάδας του Λεωνιδίου, σε ένα μονοκόμματο κοκκινόχρωμο βράχο, στον οποίο διακρίνονται κατά τόπους σκήτες που φιλοξένησαν ασκητές. Η διαμόρφωση του βράχου σε σκήτες υπολογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 16ου ή στις αρχές του 17ου αιώνα. Η ευφυής χρησιμοποίηση των σπηλαιωδών ανοιγμάτων στο σημείο που επελέγη για να κτιστεί το μοναστήρι, επέτρεψε να τεθούν τα θεμέλια της μονής σε χώρο στερεό, στεγανό και ευρύχωρο και εκεί θεμελιώθηκε η αρχική μονή· ανατολικότερα είναι ευδιάκριτες οι αβαθείς σπηλιές των ασκηταριών. Καθ΄ ύψος σχηματίστηκαν δύο πτέρυγες κτισμάτων για κελιά και ξενώνες, ενώ το κεντρικό τμήμα της μονής κατέλαβε το καθολικό. Σπηλαιώδεις διαμορφώσεις χρησιμοποιήθηκαν ως αποθηκευτικοί και βοηθητικοί χώροι.
ΟΝΟΜΑΣΙΑ
Ως προς την επωνυμία της μονής Σίντζας έχουν διατυπωθεί αρκετές απόψεις. Βασικά αναζητείται η σχέση με την τσακώνικη διάλεκτο, όπου «συτζά» σημαίνει «συκιά». Για την ίδρυση και την ονομασία της μονής πλάστηκαν ιστορίες, ενώ πίστευαν ότι στη σπηλιά όπου αναπτύσσεται η μονή υπήρχε συκιά.
Σύμφωνα με μία άλλη άποψη, η επωνυμία Σίντζα προέρχεται από την τουρκική λέξη «since», που σημαίνει «κεραμένια», ενώ ως πιθανή προέλευση της ονομασίας αναφέρεται και το «sincap», που σημαίνει ενυδρίδα ή άλλο ζώο που το δέρμα του χρησίμευε για παραγωγή γουναρικών ή και το ίδιο το γουναρικό. Σε διαθήκη του 1819 η μονή αναφέρεται ως «Ινσίντζα». Η ορθογραφία της ονομασίας Σίντζα έχει επικρατήσει με «ι» έναντι του «υ», όπως εμφανίζεται στα σιγίλλια που σχετίζονται με τη μονή, επειδή δεν υπάρχει έως σήμερα βεβαιότητα για την ερμηνεία «Συντζά = συκιά».
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – Η Σπηλιά της Σίντζας
Διάφοροι μύθοι και παραδόσεις σχετίζονται με τη σπηλιά της Σίντζας. Αναφέρεται ότι η πριγκίπισσα της Θήβας, η Ινώ, κόρη του βασιλιά Κάδμου, ανέθρεψε σε αυτή τη σπηλιά τον ανιψιό της Διόνυσο, τον θεό του κρασιού, των σύκων και των καρυδιών. Ή ότι η Σεμέλη είχε εναποθέσει τον γιό της τον Διόνυσο πάνω σε μια «λάρνακα», που την έφεραν δελφίνια στην πραστιάτιδα γη, στην παραλία της Τσακωνιάς. Μία μεγάλη συκιά στη σπηλιά αποτελούσε -κατά την παράδοση- σημάδι πως εκεί υπήρχε το ιερό τέμενος όπου ανατράφηκε ο Διόνυσος, ο οποίος φύτεψε και τη συκιά. Σύμφωνα με την ίδια παράδοση, το μοναστήρι ονομάστηκε στην τσακώνικη διάλεκτο της «Συκιάς = Συντζάς», όπως λέγεται η συκιά στα τσακώνικα.
Στον Παυσανία αναφέρεται η εξής παράδοση: στην παραλία του Λεωνιδίου «εξεβράσθη» από τα κύματα μέσα σε λάρνακα η Σεμέλη με το παιδί της (και ο τόπος ονομάστηκε «Βρασιαί») και εκεί οι ντόπιοι έθαψαν τη νεκρή μητέρα με τιμές. Τον γιο του Δία και της Σεμέλης ήρθε και ανέθρεψε στη σπηλιά η Ινώ. Ακόμη και στις ημέρες του Παυσανία έδειχναν το άντρο αυτό που ανατράφηκε ο Διόνυσος και την πεδιάδα του Λεωνιδίου που είχε ονομαστεί «Κήπος Διονύσου». Αλλά στο ίδιο μέρος ύστερα από αιώνες «εξεβράσθη» το σκήνωμα του αγίου Λεωνίδη, από τον οποίο πήρε το όνομα η πολιτεία του Λεωνιδίου, ενώ προς τιμήν του ιδρύθηκε ναός στην εκεί παραλία της Πλάκας. Το μέρος, όπου υπάρχει και σήμερα το εξωκκλήσι του Αγίου Λεωνίδη, είναι και σήμερα ιδιοκτησία της μονής Σίντζας και ίσως ο ναός να ήταν μετόχι της από παλαιότερα.
Επίσης, στη βιβλιοθήκη της μονής φυλάσσεται ένα κομμάτι από τη σπονδυλική στήλη μιας μεγάλης σαύρας ή κροκόδειλου. Σύμφωνα με την παράδοση, κάποτε στη Μαραθιά του Λεωνιδίου βγήκε ένας δράκος που τρόμαζε τους προσκυνητές από την Ύδρα και τις Σπέτσες που πήγαιναν στη Σίντζα, έως ότου κάποιοι Κρανιδιώτες σκότωσαν «τον όφιν» και ελευθέρωσαν τον τόπο.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Σχετικά με την ίδρυση και τη λειτουργία της μονής δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες. Το 1622 η μονή κηρύσσεται σταυροπηγιακή με σιγίλλιο του πατριάρχη Κυρίλλου Α΄ του Λουκάρεως. Ο Μιχ. Δέφνερ πληροφορεί ότι το 1875 βρήκε πεταμένο σε μια υγρή γωνία της μονής ένα μολυβδόβουλλο και φρόντισε να κατατεθεί στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Το μολυβδόβουλλο είχε την χρονολογία 7130 (=1622). Η μονή, λοιπόν, θα πρέπει να ιδρύθηκε προ του 1622 σε άγνωστο χρόνο. Το σιγίλλιο του 1622 αποτελεί σημαντική ιστορική πηγή και μας πληροφορεί ότι ο ιερομόναχος Διονύσιος, κτήτωρ της μονής, πρωτοστάτησε στην ίδρυσή της. Το ίδιο έτος η μονή ήταν κατηρτισμένη, είχε ναό και υποστατικά, οικοδομές και μονάζοντες.
Το 1653 το σταυροπηγιακό προνόμιο της μονής Σίντζας φαίνεται ότι έπρεπε να ανανεωθεί και μάλιστα σε χρόνο που δεν απείχε πολύ του 1622. Από όλα αυτά συνάγεται ότι στα τέλη του 17ου αιώνα η μονή άκμαζε. Σαφείς πάλι ειδήσεις της μονής θα υπάρξουν μετά από έναν αιώνα.
Το 1798 ανανεώνεται το πατριαρχικό προνόμιο, σύμφωνα με το μέτρο που εφάρμοσε ο Γρηγόριος Ε΄, ο οποίος εξέδωσε σιγίλλιο ανανεωτικό και σε αυτό μνημονεύεται η προηγούμενη ανανέωση του Ιωαννικίου Β΄. Το σιγίλλιο του Γρηγορίου Ε΄ φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Μεσολάβησαν εθνικές περιπέτειες και από τις εγγύτερες στο 1798 ήταν η ένοπλη εξέγερση του 1770.
Το 1828, ενώ έληγε η Επανάσταση και οργανωνόταν το ελεύθερο ελληνικό κράτος, η Μονή Σίντζας άρχισε να παρακμάζει. Το προσωπικό της ήταν ελλιπές και κατέστη αναγκαία η συγχώνευσή της με τη Μονή Καρυάς. Ωστόσο, η μονή στήριξε οικονομικά τις προσπάθειες του Κυβερνήτη για τη λειτουργία σχολείων.
Έγγραφο της Νομαρχίας προς τη Βασιλική Γραμματεία στις 31 Μαΐου του 1834 ζητά την οριστική απόφαση για τη διάλυση ή όχι των μονών και την τακτοποίηση της κτηματικής τους περιουσίας. Συνιστά, μεταξύ άλλων, τη διάλυση της Σίντζας και του Ρεοντινού και την παραχώρηση των κτημάτων τους στη Μονή Αρτοκωστάς.
Το 1953 η μονή μετατρέπεται από ανδρώα σε γυναικεία. Η Μονή Σίντζας εορτάζει την ανακομιδή των λειψάνων του αγίου Νικολάου στις 9 Μαΐου και τη μνήμη του αγίου Διονυσίου στις 3 Οκτωβρίου.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
1. Περιγραφή του κτιριακού συγκροτήματος της μονής
Ούτε το καθολικό ούτε τα οικοδομήματα μπορούν να προσφέρουν στοιχεία για την ίδρυση, την οργάνωση και τη λειτουργία της μονής. Όπου τα κτίσματα διατηρούνται σε σχετικά καλή κατάσταση, αποκαλύπτουν τοιχοποιία καλής κατασκευής με αργούς λίθους και άφθονο ασβεστοκονίαμα. Οι θόλοι μάλιστα είναι πολύ γεροί και χρησιμοποιήθηκε κουρασάνι, ως συνδετικό υλικό.
Έξω από τη μονή βρίσκεται μια πηγή και δίπλα της ένας αρχαίος ρωμαϊκός τάφος λαξευμένος μέσα στο βράχο με επιγραφή που δεν σώζεται ακέραια και μνημονεύει «ΤΩΠΟC ΤΙΒ ΚΛΑΥΔΙΟΥ ΕΥΡΩΤΑ». Την επιγραφή δημοσίευσε πρώτος ο Δέφνερ. Σε κάποια εποχή πρέπει να κατέφυγε στο μοναστήρι ένας Φράγκος μοναχός, ο οποίος άφησε και αυτός αποτύπωμα της ζωής του. Η επιγραφή στον τάφο του είναι στα γαλλικά και τον αναφέρει ως Χριστόφορο από Μαδαγασκάρη: «on revient toujours – à sapremière amour».
Μια σκήτη στο βόρειο άκρο του μοναστηριού φράσσει την είσοδο μιας εξερευνημένης σπηλιάς μεγάλου ενδιαφέροντος.
Πάνω από τη θύρα εισόδου της μονής βρίσκεται εντοιχισμένη πλάκα στο υπέρθυρο με τη χρονολογία 1783. Πιθανότατα αυτή η χρονολογία να είναι χρονολογία ανακαίνισης, εφόσον το 1622 αναφέρεται ήδη η μονή σε πατριαρχικό σιγίλλιο. Προχωρώντας στον εσωτερικό ανοικτό διάδρομο, ανάμεσα στον βράχο από τα αριστερά μας και το βαθύ φαράγγι στα δεξιά, περνάει ο επισκέπτης μια δεύτερη τοξωτή, παλιά, ξύλινη πόρτα, που ανοίγει στο διαβατικό.
Πάνω από το διαβατικό βρίσκονται τα κελιά και οι ξενώνες, καθώς και το διώροφο πολύλοβο κωδωνοστάσιο. Ακολουθεί ένα μικρό προαύλιο με το ναό του Αγίου Νικολάου αριστερά. Δεξιά ένας μικρός τοίχος μόνο για την προστασία από τον γκρεμό, αφήνει το άνοιγμα σε μια εξαιρετική θέα προς το Λεωνίδιο. Βόρεια από το ναό, τα κτίρια της μονής είναι διώροφα: κελιά, ξενώνες, ηγουμενείο, στο ισόγειο αποθηκευτικοί χώροι. Όλα τα κτίρια είναι κεραμοσκέπαστα και κτισμένα μέσα στο κοίλωμα του βράχου. Δίπλα στο ναό είναι κτισμένο ένα μικρό παρεκκλήσι, αφιερωμένο στον Άγιο Διονύσιο, στη θέση που κατά την παράδοση βρέθηκε η παλιά εικόνα του αγίου Νικολάου.
2. Περιγραφή του Καθολικού
Το καθολικό, που αποτελεί κτίσμα των αρχών του 17ου αιώνα -ίσως και παλαιότερο- δεν διατηρεί την αρχική του μορφή σήμερα, γιατί η μονή πέρασε από πολλές δοκιμασίες και είναι εμφανείς οι μεταβολές που υπέστη. Πάντως, διατηρείται ο πυρήνας ενός μονόχωρου ναού μικρών διαστάσεων με τρείς κόγχες αθωνικού τύπου και με τρουλλίσκο που εγγράφεται μέσα σε τετράγωνο. Εξοικονομήθηκε χώρος με λάξευση του βράχου και έτσι ο ναός επεκτάθηκε προς τα δυτικά κατά 4 μέτρα, ώστε σήμερα να εμφανίζει μήκος περίπου 7 μέτρων και πλάτος 4 μέτρων. Η πρόσβαση στο ναό επιτυγχάνεται από τη νότια πλευρά με τέσσερις βαθμίδες. Τα παράθυρα του ναού είναι μεταγενέστερα.
Το καθολικό, που βρίσκεται κατά τέσσερα σκαλιά χαμηλότερα από το προαύλιο, ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με οκτάπλευρο τρούλο, ο οποίος επικάθεται σε τετράπλευρη βάση.
Η ανατολική πλευρά του μνημείου καταλήγει σε τρίκογχη διαμόρφωση της πρόθεσης, του διακονικού με μικρή θυρίδα, ενώ μεγαλύτερη είναι η κόγχη του Ιερού με ένα μεγάλο τοξωτό παράθυρο. Η κεντρική κόγχη είναι ημισφαιρική, ενώ οι δύο πλάγιες είναι αβαθείς. Και οι τρεις φέρουν διάκοσμο με τη χαρακτηριστική κεράμινη οδοντωτή ταινία. Το δάπεδο είναι επιστρωμένο με πλακάκια.
Στη νότια πλευρά του ναού ανοίγεται η κύρια είσοδος, μια τετράπλευρη θύρα και δύο τοξωτά παράθυρα δεξιά της. Πάνω από το ένα παράθυρο και στο κέντρο της πλευράς αυτής υπάρχει κόγχη κενή με οδοντωτό διάκοσμο στο τοξωτό της άνοιγμα, εσωτερικά και εξωτερικά.
Στο εσωτερικό του ναού οι τοίχοι είναι ασβεστωμένοι και δεν υπάρχουν ίχνη τοιχογραφικού διακόσμου.
ΚΕΙΜΗΛΙΑ – ΦΟΡΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Στη μονή έχουν διατηρηθεί αξιόλογα χειρόγραφα, παλαιές εκδόσεις και τίμια λείψανα των αγίων: Νικολάου, Τρύφωνος, Χαραλάμπους, Παρασκευής, Ιωάννου Ελεήμονος, Παντελεήμονος, Διονυσίου του Αρεοπαγίτου κ.ά.
Στο ξυλόγλυπτο τέμπλο, που κοσμείται από κληματίδες και πτηνά, υπάρχουν τέσσερις δεσποτικές εικόνες: του Χριστού Μεγάλου Αρχιερέως, της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, του αγίου Ιωάννου Προδρόμου και του αγίου Νικολάου, από τις οποίες οι δύο χρονολογούνται στα μέσα του 17ου αιώνα και αποτελούν αφιερώματα του γνωστού Οίκου Λικινίων της Μονεμβασίας. Στην εικόνα του Χριστού ως Μεγάλου Αρχιερέως υπάρχει στο κάτω μέρος η ακόλουθη επιγραφή: †ΔΕΙCΙC ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΛΙΚΙΝΙΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΜΟΝΟΒΑCΙΑC αχμε. Επίσης, στα πόδια του αγίου Ιωάννου Προδρόμου στην αντίστοιχη εικόνα υπάρχει η αφιέρωση: †ΔΕΙCΙC ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΑΝΟΥCΟΥ ΜΑΝΤΙ ΤΟΥ ΕΚ ΜΟΝΕΜΒΑCΙΑC ΑΧΜΒ΄ (=1642). Εκτός από τις δεσποτικές εικόνες υπάρχει ψηλότερα στο τέμπλο σειρά 14 εικόνων με σκηνές από το Δωδεκάορτο.
Στο προσκυνητάρι η εικόνα του αγίου Νικολάου έχει φιλοτεχνηθεί «δια χειρός Κυριάκου Κουλιδά το έτος 1767».
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Στη βιβλιοθήκη της μονής διατηρούνται χειρόγραφα ευαγγέλια με θαυμάσια διακοσμητικά σχέδια και καλλιγραφικά γράμματα.
ΜΕΤΟΧΙΑ
1. Άγιος Χαράλαμπος στο Λεωνίδιο
Το μετόχι αυτό της Μονής Σίντζας στο Λεωνίδιο, το οποίο είναι αφιερωμένο στον άγιο Χαράλαμπο, χρησιμεύει ως χειμερινή κατοικία μοναχών. Έχει κατάλευκη εξωτερική παραδοσιακή όψη, που εναρμονίζεται με την αρχιτεκτονική των σπιτιών του Λεωνιδίου.
Η θύρα εισόδου, με τοξωτό άνοιγμα, βρίσκεται στη δυτική πλευρά. Ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους βρίσκεται στη νοτιοανατολική γωνία του αύλειου χώρου, ενώ γύρω υπάρχουν διάφορα κτίσματα, κελιά, ξενώνες και βοηθητικά κτίρια. Στον παλιό ναό, που ανήκει στον τύπο της καμαροσκέπαστης βασιλικής με διαστάσεις: 9,50 x 3,50 μέτραπερίπου, έγιναν σε μεταγενέστερη εποχή δύο επεκτάσεις, μία στα δυτικά και μία στα βόρεια.
Από τον παλαιό ναό του Αγίου Χαραλάμπους έχει διατηρηθεί μόνο το ξυλόγλυπτο τέμπλο. Οι φορητές εικόνες είναι μέτριας τέχνης και χρονολογούνται τον 19ο αιώνα. Τα διώροφα κτίρια της δυτικής πλευράς, όπου βρίσκεται και το ηγουμενείο, έχουν ανακαινιστεί.
Στην περιοχή του λιμανιού της Πλάκας βρίσκεται η μικρή μονόκλιτη βασιλική του Αγίου Λεωνίδη, η οποία παλαιότερα ήταν μετόχι της Μονής Σίντζας. Την πρώτη μνεία για ναό του Αγίου Λεωνίδη στην περιοχή έχουμε στο χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου το 1293: «είτα ο ναός του Αγίου Λεωνίδου». Οι κάτοικοι της περιοχής έκτισαν το ναό σε αυτήν τη θέση σε χρονολογία άγνωστη και ασφαλώς πριν από το τέλος του 13ου αιώνα, για να τιμήσουν έναν από τους πρώτους μάρτυρες των χριστιανικών διωγμών, τον άγιο Λεωνίδη. Ο σήμερα υφιστάμενος ναός πιθανώς να κτίστηκε σε ανάμνηση ή στη θέση του μαρτυρούμενου βυζαντινού ναού. Ο μάρτυρας Λεωνίδης συνελήφθη το 251 στην Τροιζηνία κατά τους διωγμούς του Δεκίου και οδηγήθηκε στην Κόρινθο, όπου και καταδικάστηκε σε καταποντισμό μαζί με επτά συμμάρτυρες γυναίκες. Όπως τα νερά του Σαρωνικού στα αρχαία χρόνια ξέβρασαν τη λάρνακα με τη νεκρή Σεμέλη και τον Διόνυσο και άρχισε μια νέα εποχή, έτσι και τον 3ο αιώνα υπάρχει η παράδοση ότι στην περιοχή του Λεωνιδίου ανευρέθη το νεκρό σώμα του μάρτυρα, γεγονός το οποίο σήμανε την αφετηρία της χριστιανικής εποχής στην περιοχή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Αντωνακάτου Ν. – Μαύρος Τ., Ελληνικά Μοναστήρια, Πελοπόννησος, Μονές Αρκαδίας, τ. Β΄, Αθήνα 1979, σ. 219-224.
– Apostolopoulos Ph. D., “Documents écclésiastiques inédits du XVII siècle”, Ελληνικά ΚΖ΄ (1974) σ. 335-336.
– Θ. Βαγενάς «Τα μοναστήρια της Αρκαδίας. Η Μονή του Αγίου Νικολάου της Σίντζας», Αρκαδικά, τεύχος 3, Αθήναι 1973.
– Βαγενάς Θ., «Γύρω από το όνομα της Τσακώνικης μονής Αγίου Νικολάου, της καλουμένης Σύντζας», Χρονικά των Τσακώνων Γ΄ (1969) σ. 125-127.
– Βαγενάς Θ., Ιστορικά Τσακωνιάς και Λεωνιδίου, Αθήνα 1971, σ. 171-172.
– Γιανναροπούλου Ιωάν., «Η παρά την Ζάχολην Κορινθίας μονή του Προφήτη Ηλιού» Πελοποννησιακά Ζ΄ (1969-70) σ. 87.
– Γριτσόπουλος Τ. Αθ., «Οι Πατριάρχαι Ιεροσολύμων Σωφρόνιος και Θεοφάνης», ΔΙΕΕ 13 (1959) σ. 239.
– Γριτσόπουλος Τ. Αθ., «Επεισόδια εις την μονήν Σίτζας», Κυνουριακή Επιθεώρησις Β΄(1938-39) σ. 87.
– Δέφνερ Μιχ., Λεξικόν της Τσακωνικής διαλέκτου, Αθήνα 1923.
– Καλλούτσης Καλ., Κυνουριακά, Αθήνα [1930], σ. 107.
– Καλογερόπουλος Ν., Μεταβυζαντινή και Νεοελληνική Τέχνη, Αθήναι 1926, σ. 114.
– Λέκκος Ευάγγελος Π., Τα Μοναστήρια του Ελληνισμού, τόμος Β’, Αρκαδία 1998, σ. 88.
– Μητροπολίτου Μαντινείας και Κυνουρίας Αλεξάνδρου, Τα Μοναστήρια του Λεωνιδίου, Άγιος Νικόλαος Σίτζας, Ανάτυπον από την Ιστορία της Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, τ. Β΄, Αθήνα 2000, σ.321-338.
– Μερικάκης Στυλ., «Προσφορά και δράσις των Τσακώνων, κατά το Εικοσιένα», Χρονικά των Τσακώνων, 4 (1974) σ.83.
– Μπελιά Δ. Ελ., «Μοναστηριακά Λακωνίας», Λακωνικαί Σπουδαί Α΄ (1972) σ.356.
– Ντόκος Κ., «Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την περίοδον της Β΄ Ενετοκρατίας», BNJ ΧΧΙΙ (1985) σ.359-360.
– Οικονόμου Α., «Το γραφικό Λενίδι της Τσακωνιάς», Χρονικά των Τσακώνων 3 (1969) σ. 48-49.
– Παυσανίας, ΙΙΙ, 24, 2-6.
– Σακκελίωνας Ιω. – Αλκ., Κατάλογος των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, Αθήνα 1982, σ. 260, αριθμ.1461.
– Σαραντάκης Π., Αρκαδία, Τα Μοναστήρια & οι εκκλησίες της, Οδοιπορικό 10 αιώνων, Αθήνα 2000, σ. 195-198 .
– Τσάκωνας Μ., «Εισφορές των Τσακώνων για την κατασκευή σχολείων», Χρονικά των Τσακώνων 2 (1960) σ.72.