ΚΗΡΥΞΗ: ΥΑ 15904/24-11-1962, Φ.Ε.Κ. 473/τ.Β΄/17-12-1962 ὡς ἱστορικό διατηρητέο μνημεῖο.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ
Ἡ Μονή Ἁγίου Νικολάου τῶν Βαρσῶν εἶναι ἡ πρώτη πού συναντάει κανείς, ὅταν, ἀνεβαίνοντας ἀπό τήν παλιά ἐθνική ὁδό καί τόν Ἀχλαδόκαμπο τῆς Ἀργολίδας, εἰσέρχεται στό ἔδαφος τῆς Ἀρκαδίας. Εἶναι κτισμένη στίς βορειοδυτικές ἀπολήξεις τοῦ Παρθενίου ὄρους, πάνω σε πλαγιά, πού οἱ ντόπιοι ὀνομάζουν Κουτρούφι. Πρός τά βορειοανατολικά καί τήν Ἀργολίδα ὑψώνονται τό Γκορτσούλι, τό Στρογγυλοβούνι καί ἡ Ἀρμενιά καί στό βάθος ὁ κάμπος τῆς Μηλιᾶς καί τό ὄρος Ἀρτεμίσιο.
Ἡ Μονή ἀπέχει ἀπό τήν Τρίπολη 12 χιλιόμετρα καί βρίσκεται κοντά στό χωριό Νεοχώρι. Στόν δρόμο ἀπό τό Νεοχώρι πρός τή Μονή Βαρσῶν στά δεξιά δεσπόζει τό ὄρος Σαμαρᾶδες καί στά ἀριστερά το ὄρος Ἁγιάννη, στούς πρόποδες τοῦ ὁποίου διακρίνονται τά ἐρείπια τοῦ Ναοῦ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, πού καταστράφηκε ἐπί Τουρκοκρατίας. Συνεχίζοντας τήν ἴδια πορεία, φτάνουμε σέ διάσελλο, ὅπου συναντᾶμε Ναό τιμώμενο στήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Δεξιά προβάλλει ὄρος, πού ἀπό τούς ντόπιους ἀποκαλείται Ψηλή Ράχη καί στά ἀριστερά τό πρόβουνο τοῦ Παρθενίου ὄρους, Κουτρούφι, στήν παρειά τοῦ ὁποίου ἔχει ἀνεγερθεῖ ἡ Μονή.
ΟΝΟΜΑΣΙΑ
Ἡ ὀνομασία τῶν Βαρσῶν εἶναι παλιά. Πιθανόν ἔχει ρίζα σλάβικη, πού σχετίζεται μέ τό νερό. Πρώτη ἀναφορά τῆς Μονῆς βρίσκεται σέ κώδικα τοῦ 11ου αἰώνα, μέ τήν ὀνομασία «Ἅγιος Νικόλαος τῆς Βάλτας».
Ἀργότερα, μετά τόν 15ο αἰώνα, τή βρίσκουμε ἀναγραμμένη σέ μαρμάρινη ἐπιγραφή στή βιβλιοθήκη τῆς Δημητσάνας ὡς Μονή «Βρασόν». Δέν μπορεῖ κανείς νά πεῖ μέ βεβαιότητα ὅτι τό «Βάλτα» θά ἦταν ἡ πρώτη ὀνομασία τῆς Μονῆς, πού εἶχε σχέση μέ τήν βαλτώδη ἔκταση, τήν κοντινή στόν Ἅγιο Νικόλαο ἤ ἄν ἦταν μιά παραλλαγή ὅμοιας ρίζας μέ τή «Βαρσῶν». Ὁ βάλτος αὐτός ὑπάρχει ἕως καί σήμερα καί σχεδόν ὅλο το καλοκαίρι κρατάει ποσότητα νεροῦ. Τό ἕλος εἶναι γνωστό μέ τήν ὀνομασία «Μοναστηριακή λίμνη». Στά χειρόγραφα τοῦ ἀρχείου τῆς Μονῆς τοῦ 1974 ὑπάρχει μικρός κώδικας μέ τόν τίτλο: «ΚΟΝΔΗΚΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΑΥΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙU ΝΙΚΟΛΟΟΥ ΔΑCΟΝ». Κάποτε λεγόταν «Μονή τῶν Δασῶν», γιατί στήν περιοχή ὑπῆρχε μεγάλο δάσος, τό ὁποῖο καταστράφηκε ἀπό τόν Ἰμπραήμ καί κάηκε ὁλοσχερῶς, ὅπως καί τά δάση τοῦ παρακειμένου ὄρους Ἀρτεμισίου.
Ἡ ὀνομασία «Βάρσες» προῆλθε, σύμφωνα μέ μιά ἐκδοχή, κατά τήν ἐποχή τῆς Φραγκοκρατίας, ἀπό παρανόηση τῆς λέξης «Δασῶν», πού ἔγινε ἀπό τούς Φράγκους «Βασῶν», γιά νά καταλήξει «Βά(ρ)σῶν» μέ τήν προσθήκη τοῦ «ρ». Σύμφωνα μέ μιά δεύτερη ἐκδοχή, ἡ λέξη εἶναι σύνθετη: Bar=ἔχει son=νερό, δηλαδή τόπος πού ἔχει νερό.
Πράγματι στό Μοναστήρι ὑπάρχει πηγή, ἀπό τήν ὁποία ἀρδεύεται ἡ Μονή μέχρι σήμερα. Τό νερό πηγάζει κάτω ἀπό τό Ἱερό Βῆμα τοῦ Καθολικοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἡ εἴσοδος τῆς πηγῆς, πού βρίσκεται βόρεια τοῦ Καθολικοῦ καί σέ κατώτερο ἐπίπεδο, ὅπως καί τό πέρασμά της, ἔχουν λαξευτεῖ στόν φυσικό βράχο. Παλαιότερα ἡ πηγή αὐτή ἀνέβλυζε πολύ νερό καί οἱ μοναχοί πότιζαν πολλά περιβόλια, πού διατηροῦσαν κάτω ἀπό τό Μοναστήρι.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Σέ ἀπογραφή τῶν Ἐνετῶν τό 1700 ἀναγράφεται ὅτι ἡ Μονή εἶχε 5 «οἰκίας ἤ κέλλας», 40 ἀμπελῶνες χέρσους, 3 βοσκότοπους».
Κατά τά Ὀρλωφικά καταστράφηκαν μεγάλα τμήματα τῆς Μονῆς καί κάηκαν πολύτιμα ἔγγραφα, τά ὁποῖα παρεῖχαν πληροφορίες γιά τήν ἵδρυση καί τήν ἱστορική πορεία τῆς Μονῆς. Γιά τό γεγονός αὐτό πληροφορούμαστε ἀπό ἔγγραφο τοῦ Ἡγουμένου Σάββα τό ἔτος 1833.
Το 1798 ἀνανεώνεται ἡ σταυροπηγιακή ἀξία τῆς Μονῆς ἀπό τόν Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄.
1803: Ἐνταφιάζεται στή Μονή τό σῶμα τοῦ Νεομάρτυρος Δημητρίου, πού τόν ἀποκεφάλισαν στήν Τρίπολη στίς 14 Ἀπριλίου 1803.
1 Φεβρουαρίου 1819: Ὁ Ἡγούμενος Συμεών συνεισφέρει στήν Φιλική Ἑταιρεία 22 φλώρια.
1821: Σέ ἀπάντηση τῆς 15ης Ἰουνίου 1833 τοῦ Ἡγουμένου Βαρσῶν Σάββα πρός τή Βασιλική Νομαρχία Ἀρκαδίας, ἀναγράφεται ἡ θέση καί ἡ ἱστορία τῆς Μονῆς. Ἀναφέρεται ὅτι ἡ Μονή ἀποτελεῖ σταυροπήγιο καί ὅτι σύμφωνα μέ τήν παράδοση κτίστηκε «παρά τοῦ αὐταδέλφου Ἁγίου Ἀνδρέου καί Θεοδώρου Κομιτάδων κατοίκων τῆς (Κωνσταντίνου)πόλεως τά δέ ἀξιόπιστα ἔγγραφα ἐπυρπολήθησαν εἰς τήν πρώτην ἐπανάστασιν τοῦ ἔτους 1770…».
Αὔγουστος 1825: Ὕστερα ἀπό τήν ἀποτυχημένη ἀπόπειρα τοῦ Φαβιέρου γιά τήν κατάληψη τῆς Τριπολιτσᾶς, τό τμῆμα τοῦ Τσόκρη καί τοῦ Λόντου κατέφυγε στή Μονή. Ἐκεῖ οἱ ἀγωνιστές στρατοπέδευσαν καί χρησιμοποίησαν τή Μονή ὡς ὁρμητήριο γιά συμπλοκές μέ τόν Ἰμπραήμ.
1932: Ἡ Μονή διαθέτει μόνο δέκα μοναχούς, ἐνῶ 25 χρόνια πρίν εἶχε τριάντα πέντε μοναχούς.
1944: Στίς 20 Ἰουλίου σφαγιάστηκε ὁ Ἡγούμενος Γερμανός Παπαδόπουλος ἀπό τούς Συμμορίτες, πλησίον του χωριοῦ Καρδαρᾶ.
Ἡ Μονή γιόρταζε, γιά ἄγνωστο λόγο, ἐκτός ἀπό τόν ἅγιο Νικόλαο καί τόν ἅγιο Κωνσταντῖνο. Σέ αὐτή τή γιορτή τῆς ἄνοιξης μαζεύονταν οἱ κάτοικοι ἀπό τά γύρω χωριά καί οἱ ἀνύπαντροι διάλεγαν ἐκείνη τήν γιορτινή μέρα τοῦ Μάη τή γυναίκα πού θά ἔπαιρναν.
ΦΑΣΕΙΣ – ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Τό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν εἶναι ἀπό τά παλαιότερα τοῦ Μοριᾶ. Ἡ ἀρχαιότερη μνεία τῆς Μονῆς (23 Φεβρουαρίου 1089) βρίσκεται στόν ὑπ’ ἀριθ. 180 κώδικα τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος στό φύλλο 176α . Ἡ χρονολογία ἵδρυσης τῆς Μονῆς κατά τήν παράδοση καί κατά τήν ἐπιγραφή, πού βρίσκεται ἐντοιχισμένη στήν εἴσοδο τοῦ Νάρθηκα, εἶναι τό ἔτος ΑΛ (=1030). Ἅς σημειωθεῖ ὅμως, ὅτι ἡ ἀπό Γεννήσεως Χριστοῦ χρονολόγηση δέν ἐφαρμοζόταν ἀπό τούς βυζαντινούς καί εἶναι πολύ νεώτερη.
Ἐάν ἀποδεχτοῦμε ὡς ὀρθή τήν ταύτιση τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Βάλτας ἀπό τόν Ν. Βέη, στόν χειρόγραφο κώδικα 180 τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδας πρός τή Μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν, ἔχουμε μνεία τῆς Μονῆς αὐτῆς τό 1089. Σύμφωνα μέ τήν μεταγενέστερη ἐπιγραφή τοῦ Νάρθηκα, ἡ Μονή ἱδρύθηκε ἀκόμα παλιότερα, τό 1030. Ἡ σύμπτωση πάντως τῶν δύο αὐτῶν πηγῶν ἐπιτρέπει τήν ὑπόθεση ὕπαρξης Μονῆς τόν 11ο αἰώνα, ἀπό τόν ὁποῖο δέν διατηρεῖται τίποτε.
Δεύτερη μνεία τῆς Μονῆς ἔχουμε σέ ἐλλιπῆ ἐπιγραφή, πάνω σέ κιονίσκο, ἡ ὁποία εἶναι ἀποδοσμένη σέ πεζό λόγο καί ἀναφέρει τά μοναστηριακά κτήματα ἑνός Μετοχιοῦ τῆς Μονῆς στό θέμα τοῦ Ἀρακλόβου (τό ὁμώνυμο κάστρο βρίσκεται στήν θέση Χρυσούλι πάνω ἀπό τό χωριό Μίνθη Ζαχάρως στήν Ἠλεία). Πιθανῶς ἡ ἐπιγραφή αὐτή νά ἀναφέρεται στή Σκήτη τοῦ Ἁγίου Νικολάου, πού σώζεται καί σήμερα, πάνω ἀπό τόν Ἀλφειό καί γίνεται λόγος γιά κατοχύρωση κτήσης ἀπό ἀφιέρωση στή Μονή Βρασῶν, ἡ ὁποία πιθανῶς, λόγω ἀναγραμματισμοῦ, εἶναι ἡ Μονή Βαρσῶν. Ὁ μελετητής Ν. Βέης θεωρεῖ ὅτι ἡ ἐπιγραφή μπορεῖ νά ἀναχθεῖ σέ ἐποχή παλαιότερη τοῦ 15ου αἰώνα. Στά χρυσόβουλα τοῦ Μυστρᾶ καί σέ ἀνάλογα ἐπιγραφικά χαράγματα, βρίσκονται παρεμφερεῖς τύποι κατοχύρωσης ἀφιερώσεων καί κτήσεων τήν περίοδο τοῦ 13ου καί 14ου αἰώνα. Ἡ ἀναφορά σέ Μετόχι τῆς Μονῆς Βαρσῶν καί μάλιστα ἐκτός τῶν στενῶν γεωγραφικῶν της ὁρίων, ἡ ὁποία μπορεῖ νά χρονολογηθεῖ στόν 14ο – 15ο αἰώνα, παρέχει ἕνα σημαντικό στοιχεῖο γιά τή λειτουργία τῆς Μονῆς αὐτή τήν ἐποχή.
Ἄλλη ἐπιβεβαίωση τῆς παλαιότητας τῆς Μονῆς ἔχουμε ἀπό σιγίλλιο τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίου Β΄, τόν Μάϊο τοῦ 1594, ἀλλά ἐπειδή εἶχε ὑποστεῖ μεγάλη φθορά, ἐκδόθηκε νέο σιγίλλιο, πού βρίσκεται στό ἀρχεῖο τῆς Μονῆς, σέ περγαμηνή διαστάσεων 0,352 x 0,275 μ. Ἀπό τό σιγίλλιο αὐτό φαίνεται ὅτι ἡ Μονή ἦταν ἀνέκαθεν σταυροπηγιακή (εἶχε δηλαδή στά θεμέλιά της σταυρό, πού οἱ κτήτορές της παρέλαβαν ἀπό τό Πατριαρχεῖο), ἀλλά κάποια ἐποχή ἐρημώθηκε. Σύμφωνα μέ τό ἴδιο σιγίλλιο – δέν ἀναφέρεται ἀκριβής ἡμερομηνία – ἡ Μονή κάποια στιγμή – ἀπό τό 1460 ἕως τό 1594 – ἀνακαινίσθηκε καί ἀπέκτησε 17 μοναχούς.
Πότε καταστράφηκε τό βυζαντινό Μοναστήρι τοῦ 11ου αἰώνα παραμένει ἄγνωστο. Ἐρειπώθηκε ἤ ἔγινε μιά ξαφνική καταστροφή τοῦ Ναοῦ ἤ ὁλόκληρης τῆς Μονῆς; Ὁρισμένοι μελετητές πιστεύουν ὅτι ξανακτίστηκε πάλι μέσα στή βυζαντινή περίοδο. Ἄλλοι μιλοῦν γιά τό τέλος τοῦ 16ου αἰώνα, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἐπιγραφή γιά τά Κελλιά, ὁπότε κτίστηκε μαζί καί ὁ Ναός, ἀφοῦ ἡ πλάκα ἐντοιχίστηκε στό Ἱερό του. Ο Ν. Μουτσόπουλος θεωρεῖ τόν Ναό κτίσμα τῶν ἀρχῶν τοῦ 17ου αἰώνα, ἐνῶ ὁ Τ. Γριτσόπουλος τόν θεωρεῖ σύγχρονο μέ τό κτίσιμο τῶν Κελλιῶν (1597).
Συμπερασματικά ἀπό ὅσα ἀναφέρθηκαν παραπάνω, παραμένει ἀναπάντητο τό ἐρώτημα ἄν ἡ Μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Βάλτας τοῦ 1089 καί ἡ βυζαντινή Μονή Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν εἶναι ἡ ἴδια Μονή, ἐμφανιζόμενη μέ δύο ἐπωνυμίες, περίπου στήν ἴδια θέση καί ἀφιερωμένες στόν ἴδιο Ἅγιο. Ἡ Βάλτα ἐτυμολογικά παραπέμπει στή λέξη «βάλτος», πού ὄντως ὑπάρχει στήν περιοχή, ἐνῶ οἰ Βάρσες στό σιγίλλιο τοῦ 1594 ἀναφέρονται ὡς βουνό, στοιχεῖο πού δείχνει ὅτι ἡ ἐπωνυμία τῆς Μονῆς στίς ἀναφερθεῖσες περιπτώσεις δέν συμπίπτει. Ὡστόσο, εἶναι δυνατόν τά δύο Μοναστήρια νά σχετίζονται μεταξύ τους καί τό ἀρχικό Μοναστήρι, ὕστερα ἀπό ἐγκατάλειψη σέ δύσκολη περίοδο, νά ἐμφανίστηκε σέ μεταγενέστερη ἐποχή πάλι ἀφιερωμένο στόν ἴδιο Ἅγιο, ἀλλά μέ παραλλαγμένη ἐπωνυμία.
Ἡ παραλλασσόμενη ἐπωνυμία πιθανῶς προϋποθέτει διάλυση καί ἐρήμωση τῆς Μονῆς γιά μακρύ χρονικό διάστημα, ὥστε νά λησμονηθεῖ ἡ ἀρχική ἐπωνυμία της. Ἀπό τήν ἐπιγραφή στόν κιονίσκο καί τήν ἀναφορά στό Μετόχι τῆς Μονῆς μπορεῖ νά συναχθεῖ τό συμπέρασμα ὅτι τήν περίοδο ὡς τά μέσα περίπου τοῦ 15ου αἰώνα ἡ Μονή λειτουργοῦσε ὡς Μονή Βρασῶν, γεγονός πού δείχνει ὅτι ἡ μετονομασία εἶχε συντελεστεῖ καί ὅτι τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου – προφανῶς διατηρημένο στήν παράδοση ἤ ὡς τοπωνύμιο τῆς περιοχῆς – ξαναδόθηκε στό Μοναστήρι. Ἐντελῶς ἀδιευκρίνιστο παραμένει ἐάν ἡ Μονή κατεῖχε πάντοτε τήν ἴδια θέση πού ἔχει καί σήμερα ἤ τό ἀρχικό Μοναστήρι βρισκόταν ἀλλοῦ.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
Ἡ πόρτα τῆς Μονῆς, ἡ κύρια εἴσοδος, βρίσκεται στήν ἀνατολική πλευρά καί ὁδηγεῖ μέσα ἀπό τό καμαροσκέπαστο «διαβατικό», στό προαύλιο τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ὁ φρουριακός χαρακτήρας τῆς Μονῆς εἶναι ἔκδηλος, καθώς ἡ Μονή ὀργανώνεται σέ διάφορα ἐπίπεδα λόγω τῆς μορφολογικῆς διαμόρφωσης τοῦ ἐδάφους.
Οἱ αὐλές χωρίζονται σέ τρία ἐπίπεδα – βαθμίδες. Στό βόρειο μέρος (δεξιά τοῦ εἰσερχόμενου) ὑπάρχει τριώροφη πτέρυγα, στήν ὁποία βρίσκονται ἡ Τράπεζα, τό Ἀρχονταρίκι καί τό Δεσποτικό. Ἐπίσης, τριώροφη πτέρυγα ὑψώνεται καί στά δυτικά, ὅπου βρίσκεται τό Ἡγουμενεῖο καί οἱ κοιτῶνες τῶν μοναχῶν. Γύρω τά διάφορα κτίρια σχηματίζουν ἕνα παραλληλόγραμμο. Στό μεσαῖο ἐπίπεδο οἰκοδομήθηκε τό Καθολικό, ὁ Ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου, παράλληλα πρός τόν ἀναλημματικό τοῖχο. Παχύ ἀσβεστοκονίαμα, ἔχει καλύψει τήν τοιχοποιία τοῦ Ναοῦ.
- ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ
Τό πρῶτο Καθολικό τῆς Μονῆς διατηρήθηκε μέχρι καί τόν 15ο αἰώνα. Μαρτυρία γιά τόν Ναό αὐτό ὑπάρχει στόν ὑπ’ ἀρ. 180 Κώδικα τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος (ἔτος 1089). Μετά τήν καταστροφή του κτίστηκε τό σημερινό Καθολικό, τό ὁποῖο ἀνήκει στόν τύπο τοῦ σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδοῦς ἐγγεγραμμένου Ναοῦ. Ὅπως προαναφέρθηκε, ὁ Ν. Μουτσόπουλος πιστεύει ὅτι τό Καθολικό χρονολογεῖται στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα, ἐνῶ ὁ Τ. Γριτσόπουλος τό θεωρεῖ σύγχρονο μέ τό κτίσμα τῶν Κελλιῶν (1597). Ὁ Ναός ἔχει ἐσωτερικές διαστάσεις: 9,60 x 6,61 μ. Ὁ Νάρθηκάς του εἶναι νεότερης κατασκευῆς, ἔχει διαστάσεις: 3,00 x 5,90 μ. καί στεγάζεται μέ ἡμικυλινδρικό θόλο.
Τό Ἱερό Βῆμα στεγάζει καμάρα σχηματιζόμενη ἀπό τήν προέκταση τῆς ἀνατολικῆς ἡμικυλινδρικῆς κεραίας τοῦ σταυροῦ, ἐνῶ τά διαμερίσματα τῆς Πρόθεσης καί τοῦ Διακονικοῦ καλύπτονται μέ ἡμικυλινδρικούς θόλους, τῶν ὁποίων ὁ ἄξονας βαίνει παράλληλα πρός τόν ἄξονα τοῦ Ναοῦ. Ὁ Ναός φέρει τρεῖς τρίπλευρες ἁψίδες Ἱεροῦ. Ἡ κατασκευή στό Ἱερό προδίδει διαφορετική ἐποχή.
Ὁ Τροῦλος τοῦ Ναοῦ ἐγγράφεται ἐντός ὀρθογωνίου, τοῦ ὁποίου οἱ πλευρές ποικίλουν ὡς πρός τίς διαστάσεις· τά τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα τοῦ Ναοῦ, διαστάσεων 1,35/1,40 Χ 1,93 μ., καλύπτονται μέ ἐλλειψοειδεῖς ἀσπίδες ἐπί λοφίων. Ὁ Τροῦλος δέν διατηρεῖ πλέον τήν ἀρχική του μορφή. Σέ φωτογραφία τῶν μέσων του περασμένου αἰώνα, ἡ ὁποία βρίσκεται στό ἀρχεῖο τῆς Μονῆς, διακρίνεται ὁ Τροῦλος πρίν ἐπιχριστεῖ μέ παχύ ἀσβεστοκονίαμα, καθώς καί τά Κελλιά τῆς δυτικῆς πτέρυγας πρίν τήν ἀνακατασκευή.
Σέ ἐπίσκεψή του, τό 1948, στόν χῶρο τῆς Μονῆς, ὁ Ν. Μουτσόπουλος διαπίστωσε ὅτι τό Καθολικό δέν εἶχε ἐπιχριστεῖ γιά δεύτερη φορά καί μάλιστα τό τύμπανο τοῦ ὀκταγωνικοῦ Τρούλου διέσωζε τή δομή του ἀπό ἰσόδομους ὀρθογώνιους ἀσβεστόλιθους καί τή χαρακτηριστική ὀδοντωτή ταινία, κατά τά σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα καί λίγο πιό κάτω ἀπό τήν κορυφή τῶν ὀρθογωνίων ἀνοιγμάτων. Τό γεῖσο τοῦ τυμπάνου τοῦ Τρούλου κοσμοῦσε διπλή σειρά ὀδοντωτῶν ταινιῶν, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ ἀνώτερη ἐξεῖχε. Τό 1958 ὁ Ναός εἶχε καλυφθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου μέ παχύ ἀσβεστοκονίαμα, γεγονός πού ἐπέφερε ἀλλοίωση στή μορφή του. Ἡ νότια πλευρά τοῦ Ναοῦ, πού εἶναι πλησιέστερη πρός τούς ὑπερκείμενους βράχους, ἔχει διατηρήσει τήν ἀρχική της διαμόρφωση.
Ἡ κάλυψη τοῦ κυρίως Ναοῦ ἀκολουθεῖ τό κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἐφαρμοζόμενο σύστημα, κατά τό ὁποῖο ἡ δικλινῆς στέγη, πού καλύπτει τήν ἀνατολική καί δυτική κεραία τοῦ σταυροῦ, συνεχίζεται καλύπτοντας καί τά γωνιαῖα διαμερίσματα. Ἀπό τήν δικλινή αὐτή στέγαση ἐξέχει μόνο ἡ ἐγκάρσια κεραία τοῦ σταυροῦ, πού καλύπτεται ἐπίσης μέ δικλινή στέγη. Τό Τέμπλο τοῦ Ναοῦ χρονολογεῖται στόν 17ο ἤ 18ο αἰώνα καί εἶναι λαϊκῆς τέχνης.
Συγκρίνοντας τίς ἐσωτερικές διαστάσεις τοῦ Καθολικοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου μέ Ναούς τοῦ σύνθετου τετρακιόνιου τύπου τῆς Γορτυνίας, παρατηρεῖται ὅτι σέ γενικές γραμμές αὐτοί οἱ Ναοί παρουσιάζουν μεταξύ τους μεγάλη ὁμοιότητα. Ἰδιαίτερα τό Καθολικό τῆς Νέας Μονῆς Φιλοσόφου ἔχει τίς ἴδιες περίπου διαστάσεις: 9,20 x 6,40 μ., ὅμως ἐμφανίζει ὁρισμένες παραλλαγές ἰδίως στήν ἐξωτερική διαμόρφωση τῶν κογχῶν τῆς Πρόθεσης καί τοῦ Διακονικοῦ, οἱ ὁποῖες ἐγγράφονται στό πάχος τῆς ἀνατολικῆς τοιχοποιίας. Ἡ κυκλική ἐπίσης διαμόρφωση τοῦ τυμπάνου τοῦ Τρούλου τῆς Νέας Μονῆς Φιλοσόφου προδίδει μεταγενέστερη ἐποχή τῆς κατασκευῆς τοῦ ὀκταγωνικοῦ τυμπάνου τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
ΓΛΥΠΤΙΚΗ
Στίς κόγχες τοῦ Καθολικοῦ καί σέ ἄλλα σημεῖα του ἔχουν ἐντοιχιστεῖ ἀτάκτως διάφορα τμήματα ἀπό ἀρχαιότερο βυζαντινό ἤ ἄλλο κτίσμα (spolia): ἀνάγλυφα θωράκια, κιονίσκοι καί ἐπίκρανα κιόνων ἀπό ψαμμίτη, ἀνάγλυφα μέ παραστάσεις, μέ ἐπιγραφές, μέ χρονολογίες, ἀλλά καί κεραμεικά πινάκια (σκυφία). Τό ὑλικό αὐτό καί ἄλλο, διάσπαρτο στά Κελλιά καί στό Προαύλιο, χρονολογεῖται στή μεσοβυζαντινή καί ὑστεροβυζαντινή περίοδο (κυρίως 11ος -13ος αἰώνας) καί βεβαιώνει τήν ὕπαρξη προγενέστερου Ναοῦ, ἄν ὄχι στήν ἴδια θέση πού ἔχει κτισθεῖ τό σημερινό Καθολικό, τουλάχιστον σέ κοντινή στή Μονή θέση.
Ἐπίσης, στόν χῶρο τῆς Μονῆς ἔχουν ἐντοπιστεῖ ἀρχαία μέλη: πωρολιθική ἐπιτύμβια στήλη ἐντοιχισμένη στόν νότιο τοῖχο τοῦ Καθολικοῦ, καθώς καί δύο ἰωνικά κιονόκρανα, στό ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων στηρίζεται κίονας τοῦ κυρίως Ναοῦ.
ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ
Οἱ τρεῖς ἡμικυκλικές κόγχες τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, τῆς Πρόθεσης καί τοῦ Διακονικοῦ διαμορφώνονται ἐξωτερικά τρίπλευρες. Στήν κεντρική κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί στό πλαίσιο τοῦ παραθύρου, στό ἀνώτερο σημεῖο τοῦ ἀριστεροῦ τμήματος, ὕψους 0,56 μ., ὑπάρχει ἐπιγραφή ἀπό πέντε στίχους χαραγμένη σέ ψαμμίτη.
Δυστυχῶς, λόγω τῆς θέσης στήν ὁποία βρίσκεται ἐντοιχισμένη ἡ ἐπιγραφή, δέν εἶναι ἐφικτό νά ἀναγνωστεῖ τό τέλος τοῦ τρίτου καί τοῦ πέμπτου στίχου. Ἡ ἐπιγραφή πάντως γράφτηκε πρό τῆς ἐντοιχίσεως τοῦ ἀναγλύφου, στήν θέση αὐτή ἤ σέ ἄλλη θέση. Αὐτό συμπεραίνουμε ἐκτός των ἄλλων καί ἀπό τό ὅτι οἱ στίχοι τῆς ἐπιγραφῆς βρίσκονται σέ κατακόρυφη θέση καί ὄχι σέ ὁριζόντια. Συνεπῶς, τό τμῆμα τουλάχιστον τῆς κόγχης τοῦ Ἱεροῦ Βήματος πρέπει νά εἶναι μεταγενέστερο τοῦ 1597.
ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ
Στόν κυρίως Ναό τό εἰκονογραφικό πρόγραμμα χωρίζεται σέ τρεῖς ὁριζόντιες ζῶνες. Στήν πρώτη ζώνη ἀπό κάτω, στούς μακρούς καί τόν δυτικό τοῖχο ἀπεικονίζονται ὁλόσωμοι Ἱεράρχες, Προφῆτες, Ἀπόστολοι, Ἀσκητές κ.λπ. Στή δεύτερη ζώνη εἰκονίζονται μαρτύρια Ἁγίων. Στόν δυτικό τοῖχο τό «Πᾶσα πνοή» ἰδιαίτερα ἐκτεταμένο, στόν βόρειο τοῖχο παραστάσεις ἀπό τόν βίο καί τά θαύματα τοῦ τιμώμενου ἁγίου Νικολάου. Ἐπί τῶν πεσσῶν διάφορες μορφές καί στηθάρια. Τήν τρίτη ζώνη καταλαμβάνει ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος. Στίς σταυροκαμάρες, παραστάσεις ἀπό τόν βίο καί τά θαύματα τοῦ Ἰησοῦ.
Τά συνήθη θέματα ἔχουν τή θέση τους στούς χώρους τοῦ Ἱεροῦ κατά ζῶνες. Σέ σχετικά καλή κατάσταση διατηροῦνται θέματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μορφές Ἱεραρχῶν καί Ἀποστόλων σέ ποικίλες στάσεις μέσα στίς κόγχες, στούς τοίχους, στούς θόλους καί στούς πεσσούς, ἀλλά καί μαρτύρια Ἁγίων. Στόν Τροῦλο εἰκονίζεται ὁ Παντοκράτορας, πού περιβάλλεται ἀπό διακοσμητική ζώνη καί στήν κεντρική ἁψίδα ἡ Πλατυτέρα ἔνθρονη.
Ἡ κατάσταση τῶν τοιχογραφιῶν πού χρονολογοῦνται τόν 16ο – 17ο αἰώνα εἶναι καλή, ἄν καί ἔχουν καλυφθεῖ μέ στρῶμα αἰθάλης καί ἔχουν δεχτεῖ κατά καιρούς ἐπιζωγραφίσεις καί νεότερες ἐπιδιορθώσεις. Ὁρισμένες περιοχές τῶν τοιχογραφιῶν, κυρίως στό κατώτερο τμῆμα τους, ἔχουν ἐπιχριστεῖ μέ βερνίκι, τό ὁποῖο ἐμφανίζει ἔντονη ὀξείδωση. Τέλος, σχεδόν ὅλες οἱ τοιχογραφημένες ἐπιφάνειες φέρουν ἅλατα.
Τό καλοκαίρι τοῦ 1999 πραγματοποιήθηκαν ὁρισμένες ἐργασίες συντήρησης στό ἀνώτερο τμῆμα τῶν τοιχογραφιῶν.
ΕΓΓΡΑΦΑ
Ἀπό τό σωζόμενο ἀρχεῖο καί τόν κώδικα τῆς Μονῆς ἔχουμε διαδοχικές μαρτυρίες τῆς μοναχικῆς ἀδελφότητας κατά τόν 18ο αἰώνα, τόσο στή φροντίδα συντηρήσεως ὅσο καί στήν αὔξηση τῶν κτιριακῶν συγκροτημάτων, ἀλλά καί ζητημάτων ἐσωτερικῆς φύσεως. Στή Μονή ὑπάρχουν χειρόγραφα τοῦ 1700-1800, σιγίλλια Πατριαρχῶν καί τουρκικά. Ἐπίσης, ἡ Μονή διαθέτει 25-30 συντηρημένα παλαιά βιβλία μέ καταλόγους τῶν μοναχῶν καί τῆς κτηματικῆς περιουσίας τῆς Μονῆς. Ἀνάμεσα στά 381 ἔγγραφα τῆς Μονῆς Βαρσῶν ὑπάρχουν πάρα πολλά μέ πρακτικά δημοπρασιῶν. Γενικά, τό Μοναστήρι εἶχε πολλούς πλειστηριασμούς καί ἐκποιήσεις κτημάτων του.
Ἀπό τά πιό ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα, πού μᾶς δίνουν τά ἔγγραφα τῶν Γ.Α.Κ., εἶναι καί ἡ ἔκθεση τοῦ μηχανικοῦ τῆς Ὁδοποιΐας Τριπόλεως Ἀ. Μομφεράτου: πρόκειται γιά ἕναν πρόχειρο προϋπολογισμό δαπανῶν γιά τήν ἀνακαίνιση πρῶτα ἑνός Μετοχιοῦ τῆς Μονῆς Βαρσῶν στήν Τρίπολη, μέ ἀναλυτική καταχώρηση καί σχεδιάγραμμα πρόσοψης καί κάτοψης τῆς διώροφης κατοικίας του, μέ ἡμερομηνία 15 Αὐγούστου 1850, καί γιά ἕναν προϋπολογισμό δαπανῶν γιά τήν ἐπισκευή τῆς Μονῆς, στόν ὁποῖο καταγράφονται μέ κάθε λεπτομέρεια τά κτίρια, ὅπως διατηροῦνταν κατά τό ἔτος 1852.
ΚΕΙΜΗΛΙΑ
Στή Μονή Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν φυλάσσονται φορητές εἰκόνες, ἱερά ἄμφια καί Λείψανα Ἁγίων, ὅπως τῶν Νεομαρτύρων Δημητρίου καί Παύλου, πολιούχων Τριπόλεως. Ἐπίσης, φυλάσσονται:
α) Τμῆμα τιμίας Κάρας τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, πού φυλάσσεται σέ ἀργυρή λειψανοθήκη, πού φέρει τήν χρονολογία «1689».
β) Τμῆμα τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ ποδός τοῦ μικρότερου σέ ἡλικία Μάρτυρος ἁγίου Κηρύκου, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε σέ ἡλικία τριῶν ἐτῶν μαζί μέ τή μητέρα του, ἁγία Ἰουλίττα.
γ) Τεμάχιο τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ ἁγίου Νικηφόρου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
δ) Τεμάχια ἱερῶν Λειψάνων διαφόρων Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τῶν ἁγίων Τρύφωνος, Γεωργίου, Χαραλάμπους κ.ἄ. σέ δύο μικρές λειψανοθῆκες.
ε) Λείψανα τῶν «ἐν τῇ Ἱερᾷ Λαύρᾳ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἀναιρεθέντων πατέρων», φυλασσόμενα σέ ξύλινη λειψανοθήκη.
στ) Τεμάχιο ἱεροῦ Λειψάνου τῆς ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας, τό ὁποῖο διεσώθη ἀπό τήν πυρκαγιά, πού ἐκδηλώθηκε στόν Ναό τῆς Ἁγίας στήν Τρίπολη κατά τό ἔτος 1987.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Ἀντωνακάτου Ντ. – Μαῦρος Τ., Ἑλληνικά Μοναστήρια, Πελοπόννησος, Μονές Ἀρκαδίας, τ. Β΄, Ἀθήνα 1979, σ. 31-38.
– Ν. Βέης, «Βυζαντιναί Ἐπιγραφαί Γορτυνίας», Βυζαντινά Χρονικά, 1904, σ. 66.
– Γριτσόπουλος T. A., «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Πελοποννήσου μετά τήν Ἅλωσιν», E.E.B.Σ. 29 (1959), σ. 302-306.
– Γριτσόπουλος Τ. Α., «Τά Μοναστήρια τῆς Ἀρκαδίας», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1965, σ. 177-178.
– Κόντη Β., «Ἱστορική Γεωγραφία τῆς Ἀρκαδίας (395-1209)», Σύμμικτα 6 (1985), σ. 111-112.
– Λέκκος Ε. Π., Τά Μοναστήρια τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τ. Β΄, Ἀθήνα 1998, σ. 70.
– Μουτσόπουλος Ν. Κ., Αἱ παρά τήν Τρίπολιν Μοναί Γοργοεπηκόου, Βαρσῶν καί Ἐπάνω Χρέπας, Ε.Ε.Β.Σ., ἔτος ΚΘ΄, 1959, σ. 416-435.
– Παπαγιάννης Ἀθ., Ἱστορία τῆς Νεστάνης Ἀρκαδίας, τ. 1, Ἀθήνα 2001, σ. 285-288.
– Σαραντάκης Π., Ἀρκαδία, τά Μοναστήρια καί οἱ Ἐκκλησίες της, Ὁδοιπορικό 10 αἰώνων, Ἀθήνα 2000, σ. 31-34.
– Ἀρχ. Χρυσοστόμου Σκλήφα Ἡγουμένου, Ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Βαρσῶν, ἔκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, Τρίπολη 1996.