ΚΗΡΥΞΗ: ΥΑ 15904/24-11-1962, ΦΕΚ 473/Β/17-12-1962 ὡς διατηρητέο μνημεῖο.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ – ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
Ἡ Μονή Καρυᾶς, μοναστηριακή καρδιά τῆς ἐπαρχίας Κυνουρίας, καθώς εἶναι κτισμένη στό κέντρο τῆς περιοχῆς, ἀποκαλύπτεται στόν ἐπισκέπτη σάν μιά ἀπαραβίαστη μεταβυζαντινή μορφή Μοναστηριοῦ τοῦ Μοριᾶ. Τό Μοναστήρι βρίσκεται 2-3 χιλιόμετρα μετά τή Μονή Ἀρτοκωστά, στόν δρόμο πρός Πραστό. Ἔχει κτισθεῖ σέ ὑψόμετρο 870 μ. καί βρίσκεται μεταξύ δύο ὑψωμάτων: τοῦ μεσαιωνικοῦ κάστρου τοῦ Ὀριόντα καί τῆς Παλιόχωρας.
Οἱ ὀνομασίες Πρασιές, Βρασιές, Πράσιοι τόποι, Ὀρειοί, Τυρός, Τυρίτης Ἀπόλλων, εἴτε ὡς ἀπηχήσεις ἀρχαίων πολιτισμῶν, εἴτε ὡς τοπωνύμια συνδέσεως μέ τήν Βασκίνα καί τήν Παλιόχωρα, προσφέρουν ὑλικό γιά ἀναζήτηση ἀρχαίων λακωνικῶν πόλεων, ὅσο καί συσχετίσεων αὐτῶν πρός τά μεσαιωνικά δεδομένα. Ὁ ἀρχικός Τυρός, πού σήμερα ἔχει μετακινηθεῖ στόν παραλιακό Τυρό, ἀποτελοῦσε γιά τή Μονή Καρυᾶς τόν ἐγγύτερο ἀκμαῖο οἰκισμό ἀπέναντι ἀπό τήν Παλιόχωρα. Μεταξύ των παλιῶν Ναῶν, πού ἔχουν διατηρηθεῖ στόν παλαιό Τυρό, εἶναι καί τό Μετόχι τῆς Καρυᾶς. Στή Μονή, νεώτερος Ναός τοῦ ἁγίου Νικολάου ἔχει καταλάβει τή θέση τοῦ παλαιότερου, ἀπό τόν ὁποῖο ἔχουν διατηρηθεῖ κάποια τμήματα τοίχων μέ ἴχνη τοιχογραφίας.
Λίγο χαμηλότερα ἀπό τό Καρακοβούνι ὑπαρχεί το Νεκροταφεῖο τῆς Μονῆς καί ὁ Κοιμητηριακός Ναός τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Πιθανόν ἀνακαινισμένος, σήμερα ταυτίζεται μέ τό Καθολικό της παλαιᾶς Μονῆς Καρακοβουνίου τῶν μέσων περίπου τοῦ 18ου αἰώνα. Πρόκειται γιά σχετικῶς μεγάλων διαστάσεων Ναό σέ σχῆμα ἐγγεγραμμένου σταυροῦ μέ ὀκτάπλευρο Τροῦλο, τρίπλευρη κόγχη καί Καμπαναριό. Ἡ κάλυψη τῶν στεγῶν εἶναι παλαιά μέ σχιστολιθικές πλάκες καί ἐν μέρει μέ κεραμίδια. Ὁπωσδήποτε στόν χῶρο αὐτό τοῦ ὀρεινοῦ Καρακοβουνίου ἕνα ἄγνωστο Μοναστήρι προστίθεται στήν περιοχή τῆς παραδοσιακῆς Τσακωνιᾶς.
ΑΚΡΟΠΟΛΕΙΣ – ΚΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΠΥΡΓΟΙ
- Ἡ Ἀκρόπολη τοῦ Τύρου
Ὁ λεξικογράφος Στέφανος Βυζάντιος εἶναι ὁ μόνος πού μνημονεύει τόν ἀρχαῖο οἰκισμό τοῦ Τυροῦ καί γράφει χαρακτηριστικά: «Τῦρος νῆσος ἐν Φοινίκῃ ἀπό Τῦρον τοῦ Φοίνικος, ἔστι καί Τῦρος τῆς Λακωνικῆς». Ἡ διάσωση τοῦ ὀνόματος στό σημερινό χωριό μέ μοναδική ἀλλαγή στόν τονισμό (ἀπό Τῦρος σέ Τυρός), τά λείψανα ὀχυρωμένης θέσης στόν λόφο Κάστρο, ἀλλά καί ἡ ἀνακάλυψη ἀρχαίου ἱεροῦ σέ γειτονική κορφή (Προφήτη Ἠλία Μελάνων), στό ὁποῖο λατρευόταν ὁ Ἀπόλλωνας Τυρίτας, τοποθετοῦν ἐδῶ μέ βεβαιότητα τόν ἀρχαῖο οἰκισμό. Πάνω στό μικρό ἀπρόσιτο ἀκρωτήριο, νότια της παραλίας Τυροῦ – Σαπουνακέϊκων, σώζονται ἴχνη ἀκρόπολης τῶν Πρωτοελλαδικῶν χρόνων.
Λείψανα τοῦ τείχους στήν κορυφή τοῦ λόφου διακρίνονται κυρίως στή βόρεια πλαγιά μαζί μέ τέσσερις τετράγωνους πύργους καί ἕναν ἡμικυκλικό. Ἡ ὀχύρωση πρέπει νά ξανακτίστηκε τόν 3ο αἰώνα π.Χ. καί γιά τήν οἰκοδόμησή της χρησιμοποιήθηκε τό πολυγωνικό σύστημα.
- Τό Κάστρο τοῦ Ὀριόντα
Ἄγνωστο στίς μεσαιωνικές πηγές τό Κάστρο τοῦ Ὀριόντα κατάφερε νά διασώσει λείψανα ἀπό τίς ὀχυρώσεις του στήν κορυφή τοῦ ὁμώνυμου βουνοῦ, πού ὑψώνεται στή βόρεια ἄκρη τοῦ ὀροπεδίου τῆς Βασκίνας, κοντά στήν ἔρημη πλέον Παλιόχωρα.
Σύμφωνα μέ τούς ντόπιους, ἡ ρεματιά τοῦ Ἀητοῦ, πού ὁδηγεῖ στόν Ὀριόντα, πῆρε τό ὄνομά της στά χρόνια τῆς ἐπανάστασης, ὅταν «σκοτώσανε ἐδῶ ἕναν ἀητό καί στήν κοιλιά του βρήκανε τό δάχτυλο μέ τό δαχτυλίδι ἑνός Πρασιώτη, πού σκοτώθηκε στήν Ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς». Τό ὄνομα τοῦ κάστρου προέρχεται ἀπό τόν ἀρχαῖο οἰκισμό Ὀρειαίται, πού ὑπῆρξε περιφερειακός οἰκισμός τῆς πόλης τῶν Πρασιῶν καί στήν τσακώνικη διάλεκτο ἔγινε Ὀρζόντας – Ὀριόντας.
Ἀπό τόν Ὀριόντα προέρχεται καί ὁ ἐκκλησιαστικός τίτλος τῆς ἐπισκοπῆς Ρέοντος (ἀργότερα ἔγινε καί Πραστοῦ), ἡ ὁποία ἀναφέρεται ἀπό τόν 13ο αἰώνα σέ χρυσόβουλο τοῦ Ἀνδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, ἀλλά καί τό προσωνύμιο Ρεοντινός, πού ἔχει δοθεῖ στό ἐγκαταλελειμμένο Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Στόν Ὀριόντα ἄνθησε οἰκισμός τῶν βυζαντινῶν χρόνων, ὁ ὁποῖος ὀχυρώθηκε, ἀλλά δέν συνδέθηκε ποτέ μέ σπουδαῖα ἱστορικά γεγονότα. Ὁ οἰκισμός αὐτός ἐγκαταλείφθηκε τόν 17ο αἰώνα, ὅταν ἄρχισε νά ἀκμάζει ὁ γειτονικός Πραστός. Τά τείχη ἦταν κατασκευασμένα κυρίως μέ ξερολιθιά, τά ὁποῖα στεφάνωναν τό βουνό ἐκτός ἀπό τή βόρεια πλευρά, ὅπου εἶχε προστεθεῖ ἀσβεστοκονίαμα. Τά τείχη ἔχουν μετατραπεῖ πλέον σέ λιθοσωρούς στίς πλαγιές, ὅπως καί τά οἰκήματα τῶν Τσακώνων, πού εἶχαν κτιστεῖ στό πλάτωμα τῆς κορυφῆς. Μόνον ἕνας τετράγωνος πύργος πρός τήν ἀνατολή στέκεται ὄρθιος ἀκόμα καί διατηρεῖ τό ὕψος του στά 3 μέτρα περίπου.
ΟΝΟΜΑΣΙΑ
Ἔξω ἀπό τόν περίβολο τῆς Μονῆς Καρυᾶς βρίσκεται ἡ πηγή της καί δίπλα νεοφυτεμένη μιά καρυδιά. Τήν ὀνομασία «Καρυά ἤ Καρέα» φέρει ἀνέκαθεν ἡ Μονή ὡς σύμφυτη ἐπωνυμία, σχεδόν ἀπό τήν ἵδρυσή της καί ἔχει διάφορες ἐτυμολογικές ἑρμηνεῖες. Μέσα στίς γραπτές μαρτυρίες, σέ ἔγγραφα καί ἐπιγραφές θά βροῦμε τήν παραλλαγή «Καρέας». Δέν μπορεῖ νά ἐπιβεβαιωθεῖ ἄν αὐτό ὑπῆρξε ὄνομα κτήτορα, τό ὁποῖο ἀργότερα παρεφθάρη σέ «Καρυά». Κοντά στά ἐρείπια τῆς Παλιόχωρας ὑπάρχει τοποθεσία, πού λέγεται «Καρυά», ἀπό τήν ὁποία μπορεῖ ἡ Μονή νά ἔλαβε τήν ὀνομασία της. Ὡστόσο, τό τοπωνύμιο «Καρυά» εἶναι διαδεδομένο σέ ὅλον τόν ἑλληνικό χῶρο καί τό δέντρο τῆς καρυδιᾶς (καρυᾶς), πού φυτρώνει κοντά σέ πηγές καί νερά, εἶναι πάντα ἡ πιό πρόχειρη ἐτυμολογική ἑρμηνεία.
Ἄλλοι πάλι συσχετίζουν τήν Λακωνική Τσακωνιά μέ τίς Καρυές καί τήν λατρεία τῆς Καρυάτιδος Ἀρτέμιδος, ἐνῶ κάποιοι ἄλλοι ἐρευνητές συσχετίζουν τό «Καρυά» μέ τό τούρκικο «Kahrie», πού σημαίνει «χώρα». Πραγματικά, νότια καί σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τή Μονή βρίσκονται τά ἐρείπια τῆς Παλιόχωρας.
Σημαντικό στοιχεῖο γιά τό τοπωνύμιο τῆς Μονῆς εἶναι ἕνα τούρκικο ἔγγραφο, χρονολογίας 1620 – 1621, στό ὁποῖο ἕνας Ναός, ὁ Ἅγιος Νικόλαος (τό Καθολικό πιθανόν τῆς ἱδρυμένης μετά ἕνα χρόνο [τό 1622] Μονῆς Ἁγίου Νικολάου) ἐπισημαίνεται στή θέση «Λέντι». Ἡ τοποθεσία «Λέντι», πιθανόν καί «Λένι», συγγενεύει μέ τό διατηρημένο ὄνομα τοῦ ὑψώματος «Λενιώ» πρός ἀνατολικά τῆς Μονῆς. Ἀλλά τό προσωνύμιο «Καρέας» ἤ «Καρυᾶς» δέν ἀναφέρεται στό τούρκικο ἔγγραφο τοῦ 1621. Τέλος, ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Παυσανίας (ΙΙ, 38, 4-7) φεύγοντας ἀπό τή Θυρέα γιά τή Λακωνική, συναντάει τοποθεσία «εἰς τάς Καρύας» (χῶρος τῆς Ἀρτέμιδος καί τῶν Νυμφῶν). Μήπως ἡ Καρυά ἔχει κάποια σχέση μέ «τάς Καρύας»;
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
Γιά τόν Ἅγιο Νικόλαο Καρυᾶς, μερικοί ἀναφέρουν τήν πιθανή ἵδρυσή του ἀπό μοναχούς τῶν Καρυῶν τοῦ Ἄθω. Σύμφωνα μέ παράδοση στόν μοναχικό καί τόν λαϊκό κύκλο, μοναχοί ἀπό τίς Καρυές τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἦρθαν στήν Τσακωνιά γιά νά σωθοῦν ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν Ἀγαρηνῶν καί ἵδρυσαν τό Μοναστήρι πρίν ἀπό τόν 16ο αἰώνα, μεταφέροντας ἀπό ἐκεῖ τήν ἐπωνυμία. Σέ αὐτήν τήν παράδοση συνηγοροῦν τό ὄνομά του (Καρυᾶς), ἀλλά καί ἡ Ἁγιορείτικη μορφή, πού παρουσιάζει στό σύνολο τῶν κτισμάτων του. Ὡστόσο, δέν ἐπαληθεύεται καμία σχέση ἱστορική μεταξύ τῆς Μονῆς Καρυᾶς καί τῆς ὁμώνυμης τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
Κυριότερη καί ἀσφαλέστερη γραπτή μνεία γιά τόν ἱστορικό βίο τῆς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου ἀποτελοῦν δύο τουρκικά ἔγγραφα τῶν ἐτῶν 1620 καί 1621. Τό πρῶτο ἀπό αὐτά εἶναι φιρμάνι τοῦ σουλτάνου Ὀσμάν Β΄ μέ χρονολογία Ἐγίρας καί ἀναφέρεται στούς φορολογούμενους τοῦ χωριοῦ Πραστός, οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μέ τό ἔγγραφο, συναντοῦν δυσκολία ἐξ αἰτίας τῶν φόρων νά ἐπισκευάσουν τήν παλιά Ἐκκλησία τους στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, πού βρίσκεται πλησίον του χωριοῦ τους. Ἐκτός ἀπό τό φιρμάνι αὐτό τοῦ 1620, ὑπάρχει καί ἱεροδικαστική ἀπόφαση κατά τό ἑπόμενο ἔτος (1621), ἀναφερόμενη στό φιρμάνι, μέ αἴτημα σαφές γιά τήν ἐπισκευή τοῦ Ναοῦ. Ἐπετράπη λοιπόν -σύμφωνα καί πρός τό φιρμάνι – ἡ ἐπισκευή τοῦ Ναοῦ στίς διαστάσεις του, χωρίς ἄλλη μεταβολή καί προσαύξηση. Ἀπό τά τουρκικά αὐτά ἔγγραφα προκύπτει ὅτι πιθανόν ὁ Ναός, στόν ὁποῖο ἀναφέρονται, δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τό σημερινό Καθολικό τῆς Μονῆς. Ἑπομένως, μποροῦμε νά θεωρήσουμε τά ἔτη 1621 καί 1622 ὡς ἔτη ἐπισκευῆς – ἀνακαίνισης τοῦ παλαιότερου Καθολικοῦ της Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1622 ἀπολύεται πατριαρχικό σιγίλλιο τοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου Α΄ τοῦ Λουκάρεως μέ τήν σύμπραξη τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Θεοφάνους καί ἡ νεοϊδρυθεῖσα Μονή καθιερώνεται ὡς σταυροπηγιακή. Τό σιγίλλιο αὐτό βρίσκεται στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη Παρισίων καί ἀποτελεῖ βασική πηγή γιά τήν ἱστορία τῆς Μονῆς.
Ἀφοῦ συγκροτήθηκε ἡ Μονή, πρῶτο μέλημα τῶν μοναχῶν ὑπῆρξε ἡ τοιχογράφηση τοῦ Καθολικοῦ. Γιά τόν λόγο αὐτό βρέθηκαν χορηγοί, οἱ τρεῖς ἀδελφοί Κανίκλη καί ὁ Λέος Βρεστετῆρας, πού διέθεσαν τή σχετική ἀμοιβή στόν καλύτερο ζωγράφο τῆς ἐποχῆς, τόν Γ. Μόσχο, ὁ ὁποῖος ἦρθε στή Μονή ἀπό τό Ναύπλιο μαζί μέ τό συνεργεῖο του. Ἡ τοιχογράφηση τοῦ Ναοῦ πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα καί μέ τή σχετική ἐπιγραφή, τό 1638. Μόνο τό δάπεδο ἔμεινε τήν ἐποχή ἐκείνη ἀκάλυπτο, μέχρι τό 1734, ὁπότε ὁ Ἡγούμενος Λαυρέντιος Κωστάκης δαπάνησε χρήματα γιά τήν ἐπίστρωση τοῦ δαπέδου τοῦ Καθολικοῦ. Στή θέση τοῦ ὀμφαλίου τοποθετήθηκε ἀνάγλυφος δικέφαλος ἀετός καί γύρω του ἄλλα ἀνάγλυφα ἀπό τόν φυτικό καί ζωικό κόσμο.
Ἕως τό 1857 διάφορα ἀφιερώματα καί πολλά πωλητήρια, 50 στό σύνολο, καταγράφουν μιά διαδρομή ζωῆς τῆς Καρυᾶς 223 χρόνων (ἀπό τό 1634). Σέ αὐτό τό διάστημα ἡ Μονή αὐξάνει σημαντικά τήν κτηματική της περιουσία. Ἀπό τά σωζόμενα δικαιοπρακτικά ἔγγραφα μαρτυροῦνται ἀγορές κτημάτων σέ διάφορες τοποθεσίες, καθώς καί ἀφιερώσεις χριστιανῶν μέχρι τό τέλος τοῦ 18ου αἰώνα. Ἔτσι λοιπόν ἡ Μονή ἀπέκτησε μιά τεράστιας ἔκτασης κτηματική περιουσία, ἀπό τήν καλλιέργεια τῆς ὁποίας εἰσέπραττε καρπούς καί χρήματα. Τελευταία ἀγορά σημειώνεται κατά τό ἔτος 1784.
Κατά τήν περίοδο τῆς Ἑνετικῆς κατακτήσεως φαίνεται ὅτι οἱ μοναχοί συμβιβάστηκαν μέ τό νέο καθεστώς, συμπορευόμενοι καί μέ τόν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο Ρέοντος Ἰάκωβο τόν Σαλούφα, ἀφοῦ εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Ἐνετοί φρόντισαν νά διακόψουν κάθε ἐπαφή τῆς Πελοποννησιακῆς Ἐκκλησίας μέ τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.
Κατά τήν περίοδο τῆς δεύτερης Τουρκοκρατίας (1715-1821), ὁπότε οἱ Τοῦρκοι ἐπέστρεψαν, διώχνοντας τούς Ἐνετούς μέ βίαιες συγκρούσεις ἐπί τοῦ ἑλληνικοῦ ἐδάφους, τόπος καί λαός ὑπέστησαν τά πάνδεινα.
Τό 1770 ἡ Μονή λεηλατεῖται ἀπό τούς Ἀλβανούς καί ὀκτώ χρόνια ἀργότερα ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε΄ ἀνανεώνει τό σταυροπηγιακό της προνόμιο.
Συστατικό ἔγγραφο τοῦ 1782 τοῦ Ἐπισκόπου Ρέοντος καί Πραστοῦ Ἰωσήφ, ἀναφέρει ὅτι ἡ Μονή ὑπέφερε οἰκονομικῶς. Γιά τόν λόγο αὐτό ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἡγούμενος Ἰωάσαφ ἀνέλαβε περιοδεία, μεταφέροντας τμήματα ἁγίων Λειψάνων, πού διέθετε ἡ Μονή, γιά νά συλλέξει χρήματα.
Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1798 ἀπολύεται σιγίλλιο τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄, ὅπου ἀνανεώνεται ἡ σταυροπηγιακή ἀξία τῆς Μονῆς. Περίπου σύγχρονα μέ τά σιγίλλια εἶναι καί τά πατριαρχικά γράμματα τοῦ Γρηγορίου Ε΄ πρός τά σταυροπηγιακά Μοναστήρια, γιά νά τούς ἀναγγείλει τήν ἀποστολή τῶν συνοδικῶν σιγιλλίων καί νά ἐπιστήσει τήν προσοχή τῶν μοναχῶν ἐπί τῶν διατάξεών τους. Ἡ ἐξάρτηση τῆς Μονῆς ἀπό τό Πατριαρχεῖο δέν διεκόπη. Οἱ μοναχοί κατέβαλλαν ἔναντι (σωζόμενων) ἐξοφλητικῶν ἀποδείξεων τά ἐτήσια τέλη καί μνημόνευαν τό ὄνομα τοῦ ἑκάστοτε Πατριάρχου, ἐνῶ διατηροῦσαν καλές σχέσεις καί μέ τόν Ἀρχιερέα τοῦ τόπου. Αὐτό μαρτυρεῖται ἀπό σωζόμενη γραπτή πηγή, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στήν καταδυνάστευση τοῦ τόπου ἀπό τούς Ἀλβανούς μετά τήν ἔνοπλη ἐξέγερση τοῦ 1770. Πολλές φορές ἐπίσης οἱ μοναχοί κατέφυγαν στό Πατριαρχεῖο καί ἀνανέωσαν τό σταυροπηγιακό προνόμιο μετά τήν ἐπανεγκατάσταση τῶν Τούρκων (1715) καί μετά τήν ἐξόντωση τῶν Ἀλβανῶν (1779).
Στά χρόνια τῆς Ἐπανάστασης ὁ Ἡγούμενος Ἰωσήφ παίρνει μέρος στόν Ἀγώνα καί ἡ Μονή προσφέρει χρήματα γιά τίς ἀνάγκες τοῦ Ἀγώνα. Τό 1829 μάλιστα, στήν προσπάθεια τοῦ Καποδίστρια γιά τήν ἀνέγερση σχολείων, ἡ Μονή δίνει 200 τάλληρα δίστηλα. Τό ἴδιο ἔτος τά Μοναστήρια Ὀρθοκωστᾶς, Καρυᾶς, Ρεοντινοῦ, Ἐγκλειστουρίου καί Σίτζας δέχονται τά συγχαρητήρια τοῦ πρώτου Κυβερνήτη γιά τήν συνεισφορά τους στόν φωτισμό τῆς νεολαίας, καθώς εἶχε ἐκδοθεῖ διαταγή νά συνεισφέρουν τά Μοναστήρια γιά νά συσταθεῖ Σχολή. Αὐτή ἡ προσφορά τῆς Μονῆς συνεχίζεται καί μετά τή διατήρησή της τό 1834. Ὁ Ἡγούμενός της Ἰωσήφ Κριμίτζος πῆρε μάλιστα μέρος στόν Ἀγώνα καί τοῦ ἀπενεμήθη παράσημο γιά αὐτή τήν συμβολή του τό 1844 ἀπό τόν Ὄθωνα.
Στή διάρκεια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης ἡ Μονή δέν ὑπέστη καταστροφές, ἀκόμη καί κατά τή φοβερή ἐπιδρομή τοῦ Ἰμπραήμ Πασᾶ στήν Τσακωνιά, τό 1828, ὁπότε πυρπολήθηκε ὁ Πραστός. Μετά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδας ἀπό τόν τουρκικό ζυγό, ἡ Μονή μέ τούς 11 τότε μοναχούς της δέν διαλύθηκε, ἀλλά παρέμεινε σέ λειτουργία. Ἡ βαθμιαία παρακμή της ἐπῆλθε κατά τόν 20ο αἰώνα, ὁπότε ἡ Μονή ἐγκαταλείφθηκε. Γιά ἕνα μεγάλο διάστημα ὡς τό 1994, παρέμεινε ὑπό τήν ἐποπτεία τῶν Μονῶν Λουκοῦς καί Ἀρτοκωστᾶς. Τό 1970 μάλιστα ἡ Μονή μετατρέπεται σέ γυναικεία, ὡς Μετόχι τῆς Μονῆς Λουκοῦς. Γιά ἀρκετά μεγάλο διάστημα παρέμεινε ἐκτός λειτουργίας, ἕως τόν Νοέμβριο τοῦ 1993, ὁπότε μέ Προεδρικό Διάταγμα ἔγινε ἐπανασύστασή της. Μέ ἐνέργειες ὅμως τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, ἐπανδρώθηκε καί ἄρχισε νά λειτουργεῖ ἀπό 13/4/1994 μέ μικρή συνοδεία ὑπό τόν Ἡγούμενο Καλλίνικο Πουλή. Οἱ μοναχοί καταγίνονταν μέ ζῆλο στή συντήρηση καί ἀναστήλωση τῶν κτισμάτων τῆς Μονῆς, τή γεωργία καί τήν οἰκόσιτη κτηνοτροφία, γιά νά ἐξασφαλίσουν τά ἀπαραίτητα πρός τό ζῆν.
Σήμερα ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καρυᾶς διοικεῖται ἀπό Ἐπιτροπή ὑπό τήν προεδρία τοῦ ἁρμοδίου Μητροπολίτου Μαντινείας καί Κυνουρίας. Τά τελευταῖα χρόνια ἔγινε πλήρης κτιριακή ἀνακαίνιση (σέ ἐξοπλισμό γενικό καί εἰδικό γιά ἄνετη λειτουργία καί φιλοξενία), ὅμως μέ ἀπόλυτο σεβασμό στή μοναστηριακή παράδοση. Ἡ Μονή ἑορτάζει τή μνήμη τοῦ ἁγίου Νικολάου στίς 6 Δεκεμβρίου, ἀλλά καί στίς 8 Ἰουλίου τή μνήμη τοῦ Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- Περιγραφή τοῦ κτιριακοῦ συγκροτήματος τῆς Μονῆς
Ἐξ αἰτίας παλαιοτέρων καταστροφῶν, πού σχετίζονται μέ τίς πολεμικές περιπέτειες τοῦ τόπου καί μέ θεομηνίες – κυρίως σεισμούς – ἀλλά καί νεωτέρων καταστροφῶν, πού ὀφείλονται συνήθως σέ προσπάθειες ἐκσυγχρονισμοῦ τῶν μνημείων, ἐλάχιστα πιά μοναστηριακά σύνολα ἔχουν ἀπομείνει στήν Πελοπόννησο, ἀλλά καί στήν χώρα γενικότερα, τά ὁποῖα διατηροῦν τόν ἀρχιτεκτονικό χαρακτήρα πού αὐτά εἶχαν μέχρι καί τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ἡ Μονή Καρυᾶς εἶναι ἀναμφίβολα ἕνα ἀπό αὐτά. Τό σχετικά μικρό, ἀλλά σημαντικό κτιριακό της συγκρότημα ἔχει ὑποστεῖ περιορισμένες ἐπεμβάσεις στά μεταπολεμικά χρόνια. Ἀποτέλεσμα εἶναι νά διατηρεῖ ὄχι μόνο παλιά μορφολογικά καί κατασκευαστικά στοιχεῖα, ἀλλά καί σέ ἐντυπωσιακό βαθμό τόν ἁδρό χαρακτήρα τῶν ἑλληνικῶν Μοναστηριῶν, τά ὁποῖα – ἐκτός ἀπό χῶροι ἀσκήσεως τοῦ πιστοῦ στήν ἀρχαία ἐκκλησιαστική παράδοση τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ – ἀποτελοῦσαν μονάδες τῆς προβιομηχανικῆς, παραδοσιακῆς ἀγροτικῆς παραγωγῆς.
Ἡ σημερινή μορφή τοῦ μοναστηριακοῦ συγκροτήματος ἐμφανίζει νέα ὄψη, ὄχι ὅμως ὡς πρός τά κύρια καί βασικά του γνωρίσματα, τά ὁποῖα δέν ἔχουν ὑποστεῖ ἀλλοίωση. Μάλιστα, ἡ ὄψη τοῦ Μοναστηριοῦ εἶναι ἴδια μέ αὐτήν πού παρουσίασε πρό 30ετίας ἕνας εἰδικός μελετητής: «ἀξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι Καθολικό καί Κελλιά συντάσσονται πρός τά γνωρίσματα τοῦ ἐδάφους καί τοῦ περιβάλλοντος. Τό κτιριακό συγκρότημα δέν ἔρχεται σέ ἀντίθεση πρός τό τοπίο. Μέ τή διάταξη τῶν Κελλιῶν σχηματίζεται κεφαλαῖο γράμμα Π, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιστέφουσα τά δύο βραχέα σκέλη κεραία εἶναι ἡ κυριότερη γραμμή τοῦ σχήματος καί εἶναι βορεινή (ἀκριβέστερα ΒΔ), ἑπομένως λούεται στίς ἡλιακές ἀκτίνες καθ’ ὅλην τήν ἡμέρα, ἐφ’ ὅσον βλέπει πρός τά ΝΔ, ἐνῶ τά μικρότερα σκέλη ἔχουν διαφορετικό προσανατολισμό. Τό ἄνοιγμα τοῦ Π καταλαμβάνει τό Καθολικό, ἐνῶ τοῦ ὅλου συγκροτήματος κενό εἶναι λιθόστρωτος περίβολος, μήκους 30 περίπου μέτρων καί μεγίστου πλάτους 10 μέτρων».
Τό κτιριακό συγκρότημα τῆς Μονῆς Καρυᾶς, διαστάσεων περίπου 40 x 20 μέτρα, ἀποτελεῖται ἀπό τρεῖς πτέρυγες μοναστηριακῶν κτισμάτων διατεταγμένων σέ σχῆμα Π, γύρω ἀπό μιά ἐπιμήκη αὐλή. Ἔχει σχῆμα παραλληλογράμμου. Οἱ δύο πλευρές της συγκροτοῦνται μέ διώροφα κτίρια, χωρίς νά ἀπομακρύνεται ἀπό τήν καθιερωμένη παράδοση τῆς δημιουργίας στοῶν σέ διαδοχή ὡς πρός τούς ἰσογείους χώρους, πού προορίστηκαν γιά ἀποθῆκες παντός εἴδους. Ἡ τρίτη, ἡ νοτιοδυτική πλευρά ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα τριώροφο κτίριο, ἐνῶ ἡ τέταρτη, ἡ νοτιοανατολική, ἀπό τόν κεντρικό Ναό, ἕνα ἄλλο κτίσμα καί τήν πύλη τῆς εἰσόδου. Ἀπό τήν τοξωτή πύλη εἰσέρχεται ὁ ἐπισκέπτης στήν πλακόστρωτη αὐλή, πού περιβάλλει ἀπό τίς τρεῖς πλευρές τό Ναό. Σέ αὐτήν ἀνοίγονται τά οἰκήματα τῆς Καρυᾶς, τά ὁποῖα εἶναι στεγασμένα μέ πλάκες σκουρόχρωμες σχιστολιθικές, ὅπως καί ὁ Ναός της. Εἶναι ἐπιχρισμένα μέ ἀμμοκονία, ἐνῶ σέ μερικά σημεῖα διακρίνεται ἀργολιθοδομή.
Ἡ ἄνοδος στόν δεύτερο ὄροφο διευκολύνεται μέ λίθινες σκάλες καλῆς κατασκευῆς. Ἡ κάλυψη τῶν στεγῶν στά Κελλιά καί στό Καθολικό γίνεται μέ ἐγχώριες πλάκες χρώματος τέφρας. Τό μεγαλύτερο τμῆμα τῆς δυτικῆς πτέρυγας τοῦ μοναστηριακοῦ συγκροτήματος καταλαμβάνει ἕνα κτίριο μέ τρεῖς στάθμες. Οἱ δύο κατώτερες στάθμες ἀποτελοῦν τό παλαιότερο τμῆμα τοῦ κτιρίου, πού ἴσως νά χρονολογεῖται στό 17ο ἤ στόν πρώιμο 18ο αἰώνα. Στήν κατώτερη στάθμη βρίσκεται ἡ θολωτή ἀποθήκη τῶν σιτηρῶν, τό «Ὠρεῖο» τῆς Μονῆς. Στή μεσαία στάθμη βρίσκεται ἡ ἐπίσης θολωτή Τράπεζα τῶν μοναχῶν, μέ τοιχογραφημένο τόν ἀνατολικό της τοῖχο καί ἕνας βοηθητικός χῶρος. Ἡ ἀνώτατη στάθμη ἀποτελεῖ προσθήκη τοῦ τέλους τοῦ 18ου ἤ τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰώνα. Ἡ προσπέλασή της γινόταν μέσω ξύλινου, ἄλλοτε, ἐξώστη πού ἐκτεινόταν κατά μῆκος τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς της. Ἡ παλαιά, κατεστραμμένη στή δεκαετία τοῦ 1950, ἐσωτερική της διαρρύθμιση πρέπει νά ἦταν ἡ τυπική τοῦ κύριου ὀρόφου κατοικίας τῶν τσακώνικων σπιτιῶν. Στό νότιο τμῆμα τοῦ ὀρόφου ὑπῆρχε ὁ χῶρος ὑποδοχῆς, ὁ «Ὀντάς», μέ δύο ξύλινους ἐξῶστες πρός τά νότια καί πρός τά δυτικά, πού δέν σώζονται πιά. Τό βόρειο ἄκρο κατελάμβανε ἡ «Γωνιά», τό χειμωνιάτικο δωμάτιο. Ἀνάμεσα στούς δύο κύριους αὐτούς χώρους ὑπῆρξε ἡ ξύλινη μεσάντρα, πού ἔκρυβε τήν εἴσοδο τοῦ πέτρινου προεξέχοντος πρός δυσμάς ἀποχωρητηρίου. Τό ὑπόλοιπο τμῆμα τῆς δυτικῆς πτέρυγας καταλαμβάνει τό Μαγειρεῖο τῆς Μονῆς, στή στάθμη τῆς Τράπεζας. Λείψανα τοιχοποϊιῶν καί μιᾶς στέγης ἀποδεικνύουν ὅτι πρός τά δυτικά τοῦ Μαγειρείου ὑπῆρχε παλαιότερα ἕνα μικρό συνεχόμενο κτίριο, πού καταστράφηκε σέ ἄγνωστη ἐποχή.
Ἡ βόρεια πτέρυγα τῆς Μονῆς ἀναπτύσσεται σέ δύο στάθμες. Στό ἰσόγειο ὑπάρχουν τέσσερις μικροί καί δύο μεγαλύτεροι θολωτοί ἀποθηκευτικοί χῶροι. Στόν ὄροφο ὑπάρχουν ἕξι Κελλιά καί δύο βοηθητικοί χῶροι, ἀπό τούς ὁποίους ὁ ἕνας ἔχει τή μορφή στενοῦ διαδρόμου.
Κατά μῆκος τῆς νότιας πλευρᾶς τῆς ἄνω στάθμης ἐκτείνεται ξύλινο χαγιάτι, πού φέρεται ἀπό μιά σειρά ἐγκάρσιων κυρίως ἡμικυλινδρικῶν θόλων. Στή θέση ἑνός ἀπό τούς θόλους ἔχει ἐκ τῶν ὑστέρων διαμορφωθεῖ λίθινη κλίμακα ἀνόδου στόν ὄροφο. Ἀπό τά διαθέσιμα ὡς τώρα στοιχεῖα φαίνεται ὅτι τό ἰσόγειο τῆς πτέρυγας, ἐκτός ἴσως ἀπό τόν ἀνατολικό του χῶρο, ἀνήκει σέ μιά οἰκοδομική φάση, πού πιθανῶς χρονολογεῖται στόν 17ο αἰώνα. Τό ἰσόγειο αὐτό κτίσμα περιελάμβανε τρεῖς θολωτούς χώρους. Σέ μεταγενέστερη ἐποχή, μέσα στόν 18ο πιθανῶς αἰώνα, προστέθηκε ὁ ὄροφος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀρχικά ἐπίσης θολωτός καί τό χαγιάτι. Παράλληλα φαίνεται ὅτι οἱ δύο ἀπό τούς τρεῖς χώρους τοῦ ἰσογείου χωρίστηκαν μέ ἐγκάρσιους τοίχους στά δύο. Δέν εἶναι βέβαιο ἄν στήν ἴδια ἐποχή χρονολογεῖται καί ἡ πρός ἀνατολάς ἐπιμήκυνση τῆς πτέρυγας μέ τήν προσθήκη ἑνός ἀκόμη χώρου στό ἰσόγειο καί στόν ὄροφο. Ὑπάρχουν στοιχεῖα ὅτι ἡ πτέρυγα ἐπισκευάστηκε στόν ὄψιμο 19ο αἰώνα, ὁπότε ἐνδεχομένως ἡ θολωτή κάλυψη τοῦ ὀρόφου ἀντικαταστάθηκε μέ τήν ὑπάρχουσα ξύλινη στέγη.
Ἡ ἀνατολική πτέρυγα τοῦ συγκροτήματος, κτίσμα κατά πᾶσα πιθανότητα τοῦ ὄψιμου 18ου αἰῶνος, μέ ἐπισκευές στόν ὄψιμο 19ο αἰώνα, ἀναπτύσσεται ἐπίσης σέ δύο στάθμες. Περιλαμβάνει στό ἰσόγειο δύο ἀλλοιωμένους σήμερα θολωτούς χώρους, ἀπό τούς ὁποίους ὁ μεγαλύτερος χρησίμευε ὡς στάβλος. Στά δυτικά του ἐκτεινόταν θολωτή στοά, πού κατέληγε σέ ἕνα μικρό, ἐπίσης θολωτό χῶρο. Ἡ διαρρύθμιση τοῦ ὀρόφου φαίνεται ὅτι ἀρχικά παρουσίαζε τήν τυπική διαρρύθμιση τοῦ κύριου ὀρόφου κατοικίας τῶν σπιτιῶν, μέ ἕνα χειμωνιάτικο καί ἕνα καλοκαιρινό χῶρο διαμονῆς στά δύο ἄκρα του καί ἕνα μικρό, ἀρχικά ἴσως βοηθητικό ἀνάμεσά τους. Στοιχεῖα τῆς διατάξεως αὐτῆς εἶναι ἀκόμη ἐμφανῆ παρά τίς σοβαρές ἀλλαγές τοῦ 19ου αἰώνα. Στήν ἐποχή αὐτή χρονολογοῦνται τά τζάκια, τά ἐνδιαφέροντα ξύλινα ταβάνια καί ἄλλα δευτερεύοντα στοιχεῖα τῶν χώρων.
- Περιγραφή τοῦ Καθολικοῦ
Ὁ τύπος τοῦ Καθολικοῦ της Μονῆς Ἁγίου Νικολάου εἶναι ὁ λεγόμενος Ἀθωνικός τύπος. Μετά τήν τμηματική ἀφαίρεση τῶν ἐπιχρισμάτων (τό μνημεῖο καλύπτεται μέ παχύ ἀσβεστοκονίαμα) διαπιστώθηκε ὅτι ἡ τοιχοποιία εἶναι ἡ ἁπλή ἀργολιθοδομή μέ σχετικά παχεῖς ἁρμούς μεταξύ τῶν λίθων. Ἡ ἐπίχριση δέν ἐπιτρέπει τήν ἐκτίμηση τῆς ναοδομίας, ἀλλά εἶναι φανερό ὅτι τό μνημεῖο ἔχει κτιστεῖ μέ τήν ἐπικρατοῦσα σέ περιοχές οἰκονομικῆς στενότητας ἀργολιθοδομή ἰσχυρῆς κατασκευῆς, πού ὅμως χαρακτηρίζεται ἀπό ὀγκώδη ἐμφάνιση.
Οἱ ἐσωτερικές διαστάσεις τοῦ Ναοῦ εἶναι περίπου 8,00 x 7,80 μ. Εἶναι τρίκογχος καί φέρει ἀπό μία κόγχη στό Ἱερό καί στίς μακρές πλευρές (οἱ γνωστοί Χοροί τοῦ Ἀθωνικοῦ τύπου). Οἱ κόγχες αὐτές εἶναι πολύπλευρες ἐξωτερικά καί ἐσωτερικά ἡμικυκλικές. Ὁ Ναός φέρει ὑψηλό δωδεκάπλευρο Τροῦλο πάνω σέ τετράπλευρη βάση. Στήν κορυφή τοῦ δυτικοῦ τοίχου τοῦ Ναοῦ ὑψώνεται ἕνα μεταγενέστερο Καμπαναριό, πού ἔχει κτισθεῖ μέ λίθους καί παρεμβαλλόμενες πλίνθους στούς ἁρμούς.
Τό ἐσωτερικό τοῦ Καθολικοῦ κοσμοῦν τοιχογραφίες τῶν ἀδελφῶν Μόσχων τοῦ 1638, μαρμάρινο δάπεδο τοῦ 1734 καί ξυλόγλυπτο Τέμπλο ἀπό καρυδιά τοῦ ὄψιμου 19ου αἰώνα, ἐπί τοῦ ὁποίου ἔχουν τοποθετηθεῖ οἱ δεσποτικές εἰκόνες καί ψηλότερα οἱ εἰκόνες τοῦ Δωδεκάορτου.
Τό δάπεδο τοῦ Ἁγίου Νικολάου εἶναι στρωμένο μέ ἐγχώριες πλάκες, πού στά πλάγια μέρη εἶναι ὀρθογώνιες, ὅπως ἐπίσης καί στό Ἱερό, ἐνῶ τοῦ κέντρου εἶναι ἑξαγωνικές. Παρουσιάζει καλλιτεχνικό ἐνδιαφέρον, καθώς ἔχει διακοσμηθεῖ μέ διάφορες ἀνάγλυφες παραστάσεις φυτικῶν κοσμημάτων, μορφῶν καί ζώων: λιοντάρι, ταῦρος, φτερωτός δαίμονας, δικέφαλος ἀετός. Τό πιό ἄρτιο τεχνικά εἶναι τό μεσαῖο ἀνάγλυφο, στή θέση τοῦ ὀμφάλιου, κάτω ἀπό τόν θόλο. Μέσα σέ ἕνα τετράγωνο σχῆμα, πλαισιωμένη μέ γράμματα εἰκονίζεται στό κέντρο ἡ παράσταση τοῦ δικέφαλου ἀετοῦ καί στίς γύρω γωνίες τά σύμβολα τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν. Ἡ ἐπιγραφή πού πλαισιώνει τό τετράγωνο μέ τό δικέφαλο ἀετό ἀναφέρει:
Α Ψ Λ Δ (=1734) ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΚΕ’ΚΑΤΕΣΡΩΘΗ ΤΟ/ΕΔΑΦΟC
ΤΗC ΑΓΙΑC ΜΟΝΗC ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ / ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΡΕΑΣ ΔΙΑ
ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΟ/CΙΩΤΑΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ ΚΩC-
ΤΑΚΗ/Ο ΔΕ ΜΑΪCΤΩΡ ΚΩCΤΑC ΤΟΥ ΓΚΙΩΝΗ ΕΚ ΧΩΡΑΣ
ΠΡΑCΤΟΥ
Γιά τήν ἐπίστρωση τοῦ δαπέδου ἀνέλαβε τή δαπάνη ὁ Καθηγούμενος Λαυρέντιος Κωστάκης τό 1734, ἐνῶ ἐργάστηκε ὁ Πραστιώτης Κῶστας τοῦ Γκιώνη, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἀνωτέρω ἐπιγραφή. Ἑξάγωνο πλαίσιο περιβάλλει καί τά ἀνάγλυφα, πού ἐπί τοῦ ἐδάφους ἀντιστοιχοῦν στίς κεραῖες τοῦ ἐγγεγραμμένου σταυροῦ γιά νά κοσμοῦν τά κέντρα τῶν ἁψίδων. Εἰκονίζονται λέων, ταῦρος, δικέφαλος ἀετός καί πτερωτός δαίμων. Αὐτά τά ἀνάγλυφα εἶναι δημιουργήματα λαϊκῆς ἐμπνεύσεως ντόπιων λιθοξόων καί πιθανότατα ἀνήκουν στήν ἴδια περίοδο, δηλαδή στά μέσα τοῦ 18ου αἰώνα.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
Τό Καθολικό ἐσωτερικά εἶναι κατάγραφο ἀπό τοιχογραφίες καί, παρά τίς φθορές πού ἔχει ὑποστεῖ ὁ Ναός λόγω πτώσεως τῶν κονιαμάτων – ἰδίως στήν πρώτη ἐκ τῶν κάτω ὁριζόντια ζώνη -, ἀλλά καί τῆς καλύψεως μέ αἰθάλη, σέ μεγάλο μέρος διατηρεῖ τό κάλλος τῆς διακόσμησής του.
Σύμφωνα μέ τήν κτητορική ἐπιγραφή, διαστάσεων: 0,40 x 0,74 μέτρων, ἐδῶ ἐργάστηκε τό 1638 ὁ Γεώργιος Μόσχος ὁ Ναυπλιεύς, πού τό ἔργο του διακρίνεται γιά τήν προσήλωσή του στή βυζαντινή παράδοση.
Ὡστόσο, ὁ Φ. Κόντογλου ἀναφέρει ὅτι στίς ἁγιογραφίες τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ ἐργάστηκε τό 1767 ὁ Κυριάκος Κουλιδᾶς, γνωστῆς οἰκογενείας τοιχογράφων τοῦ 18ου αἰώνα. Μήπως πρόκειται γιά κάποια ἐπισκευή τῆς ἐργασίας τοῦ Μόσχου ἤ γιά κάποια συμπλήρωση; Δέν εἶναι δυνατό νά ἀναγνωριστεῖ ἡ ἀλλαγή τῆς τεχνοτροπίας. Μέλη τῆς οἰκογένειας Κανίκλη, πού κατά τόν Ν. Βέη ἦταν ἀπό τίς μεγαλύτερες τῆς Τσακωνιᾶς, εἶναι δωρητές τῆς ἁγιογράφησης. Οἱ τοιχογραφίες ἱστοροῦνται σέ ὁριζόντιες ζῶνες ὡς τόν θόλο. Δέν εἶναι ὅμως καλά διατηρημένες. Ἡ Πλατυτέρα καί οἱ παραστάσεις τοῦ Τρούλου εἶναι μάλιστα σχεδόν κατεστραμμένες σήμερα ἀπό τήν ὑγρασία καί τούς καπνούς.
ΚΕΙΜΗΛΙΑ (ΦΟΡΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ – ΒΙΒΛΙΑ)
Τυπικό τό ξυλόγλυπτο καρυδένιο Τέμπλο τοῦ ὄψιμου 19ου αἰώνα ἔχει εἰκόνες φορητές, πού ἴσως ἔχουν ἐπιζωγραφιστεῖ. Μιά μικρή βιβλιοθήκη ἀπό ἐκκλησιαστικά βιβλία διατηρεῖται στή Μονή.
ΜΕΤΟΧΙΑ
- Ἡ Μονή Ἁγίου Γεωργίου στόν Τυρό
Ὁ Τυρός κράτησε τό ὄνομά του ἀπό τόν ἀρχαῖο ὁμώνυμο οἰκισμό πού ὑπῆρξε στή θέση «Κάστρο» καί σέ κοντινή ἀπόσταση εἶχε τό ἱερό τοῦ «Τυρίτα Ἀπόλλωνα». Γιά νά ἐπισκεφτεῖ κανείς τό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, πού ἦταν μετόχι τῆς Μονῆς Καρυᾶς, ἀνεβαίνει στόν Ἄνω Τυρό. Μπροστά ἡ παραλία τοῦ Τυροῦ, ὁ Ἀργολικός κόλπος καί οἱ Σπέτσες, ἐνῶ στό πίσω μέρος σάν κάστρα ὀρθώνονται οἱ κορυφές τοῦ Πάρνωνα. Ὁ Τερέ (=Τυρός) χωρίζεται σέ τρεῖς συνοικίες: τόν τάνου (πάνω) Τερέ, τά Κοτσινέϊκα, τόν γιαλέ τοῦ Τεροῦ. Πάνω σέ λόφο πρός νότια, ὑψώνεται ἡ ἀκρόπολη τοῦ ἀρχαίου Τυροῦ, μέ κυκλώπεια τείχη. Τό 1875-80 ὁ Μ. Δέφνερ εἶχε ἐπισημάνει διάφορα ἀντικείμενα τέχνης, τείχη μέ ὀγκόλιθους.
Μέ τήν ἀνακάλυψη τό 1911 ἀπό τόν Ρωμαῖο καί τήν ἀνασκαφή τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος στό Σιρνιάλι – μεταξύ Μέλανα καί Τυρό – ἐπιβεβαιώνεται ὅτι ἡ ὁμώνυμη ἀρχαία λακωνική πόλη βρισκόταν στόν χῶρο τοῦ σημερινοῦ Τυροῦ.
Στά βόρεια τοῦ Ἄνω Τυροῦ, μέσα σχεδόν στό χωριό, εἶναι κτισμένο ἕνα μικρό Μοναστήρι, ὁ Ἅγιος Γεώργιος, μέ ἕνα παλιό μεγάλο πηγάδι ἔξω ἀπό τό Μετόχι καί μέ τόν περίβολο. Οἱ συνολικές του διαστάσεις εἶναι 30 x 30 μέτρα περίπου. Τό Καθολικό εἶναι μιά βασιλική κεραμοσκέπαστη, μέ διαστάσεις 5,90 x 12,80 μέτρα μαζί μέ τό Ἱερό της, πού ἐξέχει μέ ἡμιεξάγωνη κόγχη πρός ἀνατολικά. Ἔχει μιά θύρα εἰσόδου στή βόρεια πλευρά, πού καλύπτεται μέ κεραμοσκεπές ὑπόστεγο. Ἀκριβῶς ἐπάνω, στήν ἄκρη τῆς στέγης, ὑψώνεται ἕνα κοντό, μονόλοβο Καμπαναριό μέ χρονολογία: 1894.
Στό ἐσωτερικό τοῦ Ναοῦ, πού ἄλλοτε θά ἦταν θολοσκέπαστος, ὑπάρχει ἕνα ξύλινο Τέμπλο, μέ μερικές ἐνδιαφέρουσες παλιές φορητές εἰκόνες τῆς Παναγίας, τοῦ Χριστοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως, καί τῶν ἁγίων Ἰωάννου Προδρόμου, Γεωργίου, Νικολάου, Γεωργίου μέ θαύματα. Στά βόρεια τοῦ Ναοῦ, ὑψώνεται ἕνα διώροφο κτίριο, μέ τά Κελλιά ἐπάνω καί μέ θόλους κάτω, πού χρησίμευαν ὡς ἀποθῆκες. Πιό ψηλά ἀπό τό Μετόχι βρίσκεται τό ἐρειπωμένο του ἐλαιοτριβεῖο.
- Ἅγιος Νικόλαος στόν Τυρό
Ἕνα μικρό Ἐκκλησάκι ἐπισκευασμένο, ἐπάνω ἀκριβῶς ἀπό τόν ἐπαρχιακό δρόμο πρός τό Λεωνίδιο καί λίγο ἔξω ἀπό τήν παραλία Τυροῦ, εἶναι ὅ,τι ἔχει μείνει ἀπό τόν Ἅγιο Νικόλαο, Μετόχι τῆς Μονῆς Καρυᾶς. Κτισμένο σέ ὕψωμα ἀπέναντι ἀπό τήν ἀρχαία ἀκρόπολη ἀντικρίζει τούς τρεῖς γραφικούς ἀνεμόμυλους τοῦ Τυροῦ. Εἶναι μικρός Ναός, σέ σχῆμα ἐλεύθερου σταυροῦ, διαστάσεων: 6,90 x 12,20 μαζί μέ τό Ἱερό. Ἔχει τρεῖς εἰσόδους, μιά ἀπό κάθε πλευρά, καί μεγάλα παράθυρα. Ἐπάνω ἀπό τή δυτική θύρα ὑψώνεται ἕνα ψηλό, μονόλοβο τσιμεντένιο Καμπαναριό καί ὑπάρχει ἡ χρονολογία 1952.
Ὁ Ναός στεγάζεται μέ ξύλινη στέγη καί τό δάπεδο ἔχει ἐπιστρωθεῖ μέ ἀσπρόμαυρα πλακίδια. Στή ΝΔ γωνία τοῦ Ναοῦ σώζεται ἕνα τμῆμα ἀπό τοιχίο παλαιοῦ κτίσματος.
- Ἅγιος Ἰωάννης στό Λεωνίδιο
Ἀπό τό Μετόχι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη στό Λεωνίδιο σήμερα διατηρεῖται ἕνα ὡραῖο, ἁπλό καί γραφικό διώροφο κτίσμα, πού εἶναι κεραμοσκεπές, μέ δύο – τρία Κελλιά ἐπάνω καί στό θολωτό ἰσόγειο ἀποθῆκες. Εἶναι κτισμένο κοντά στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη, ἑνός Ναοῦ ἐνοριακοῦ σημαντικῶν διαστάσεων. Εἶναι πολύ πιθανόν ἀρχικά νά ὑπῆρχε μικρό Ἐκκλησάκι, προσαρτημένο στό Μετόχι, πού μέ τά χρόνια περιῆλθε στήν ἐνορία.
- Ἅγιος Γεώργιος στό Λεωνίδιο
Πρόκειται γιά ἕνα Ἐξωκκλήσι, ἔξω ἀπό τό Λεωνίδιο καί στόν δρόμο γιά τή Σίντζα. Τό κοσμοῦν δύο σπόνδυλοι ἀπό ἀρχαίους κίονες σέ δεύτερη χρήση. Ὁ Ναός ἔχει σχῆμα ἁπλῆς δίρρυτης βασιλικῆς, μέ ἕνα μικρό μονόλοβο Καμπαναριό στήν ἄκρη τῆς νότιας πλευρᾶς, ὅπου καί ἀνοίγονται πόρτα καί παράθυρο.
Ἐσωτερικά ὁ Ἄη Γιώργης εἶναι ἀσβεστωμένος χωρίς τοιχογραφίες. Δυτικά τοῦ Ναοῦ βρίσκονται τά ἐρείπια ἀπό κάποιο κτίσμα τοῦ Μετοχιοῦ – πιθανῶς ἀποθῆκες ἤ στάβλοι.
ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Μέ Ὑπουργική Ἀπόφαση τοῦ 1997 ἐγκρίθηκε ἡ μελέτη καί ἐκτέλεση ἐργασιῶν ἀποκατάστασης στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Νικολάου Καρυᾶς. Οἱ ἐργασίες ἀποκατάστασης πραγματοποιήθηκαν ὑπό τήν ἐποπτεία τῆς ΔΑΒΜΜ καί τῆς 5ης Ἐφορείας Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων, ἐνῶ τό ἔργο ἐντάχθηκε στό Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης καί ἐκτελέστηκε ἀπό τήν Τεχνική Ὑπηρεσία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας. Ὡστόσο, χωρίς ἔγκριση καί χωρίς τήν ἐνημέρωση τῆς Ἐφορείας Ἀρχαιοτήτων πραγματοποιήθηκαν ὁρισμένες ἐργασίες, οἱ ὁποῖες δέν προβλέπονταν ἀπό τήν ἐγκεκριμένη μελέτη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Ἀντωνακάτου Ν. – Μαῦρος Τ., Ἑλληνικά Μοναστήρια, Μονές Ἀρκαδίας, Πελοπόννησος, τ. Β΄, Ἀθήνα 1979, σ. 242-247, 248-249, 250-251, 252.
– Ἀρχεῖο τῆς 25ης Ε.Β.Α.: Μελέτη ἐφαρμογῆς, Αὔγουστος 1996.
– Βαγενᾶς Θ., Ἱστορικά Τσακωνιᾶς καί Λεωνιδίου, Ἀθήνα 1971, σ. 170-171.
– Βαγενᾶς Θ., «Διοικητική ὑπαγωγή τῆς Τσακωνιᾶς μέσα στά χρόνια τῆς Ἐνετοκρατίας», Χρονικά τῶν Τσακώνων, τ. Γ΄ (1969) σ. 90-91.
– Γριτσόπουλος Τ., «Μονή Ἁγίου Νικολάου Καρυᾶς Κυνουρίας», Μνημοσύνη Β΄, 1968-69, σ. 309-356.
– Γριτσόπουλος Τ., «Χριστιανικά μνημεῖα Πραστοῦ», Πελοποννησιακά, τ. ΙΒ΄ (1976-77), σ. 168-171.
– Ζακυθηνός Δ., «Ἀνέκδοτα πατριαρχικά ἔγγραφα τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας», Ἑλληνικά, τ. Β΄ (1929) 1-3, σ. 146-149.
– Κοφινιώτης Ε., Ἡ Ἐκκλησία ἐν Ἑλλάδι, Ἀθήνα 1897.
– Λεξικόν τῆς Τσακωνικῆς Διαλέκτου, Ἀθήνα 1923, σ. 322, 354.
– Λέκκος Π. Εὐ., Τά Μοναστήρια τοῦ Ἑλληνισμοῦ: Ἱστορία – Παράδοση – Τέχνη, τ. Β΄, Ἀθήνα 1998, σ. 70, 72.
– Μητροπολίτου Μαντινείας καί Κυνουρίας Ἀλεξάνδρου, Τά Μοναστήρια τῆς Τσακωνιᾶς, Μονή Ἁγίου Νικολάου Καρυᾶς, Ἀνάτυπον ἀπό τήν Ἱστορία τῆς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, Ἀθήνα 2000, τ. Β΄, σ. 221-256.
– Μπελιά Ἑ., «Μοναστηριακά Λακωνίας», Λακωνικαί Σπουδαί (1972) σ. 344.
– Παπαγεωργίου Γ., Ἐπισκοπή Ρέοντος καί Πραστοῦ, Ἡ Κυνουρία τό 1821, Ἀθήνα 1991, σ. 51-53.
– Σαραντάκης Πέτρος, Ἀρκαδία, Τά Μοναστήρια καί οἱ Ἐκκλησίες της, Ὁδοιπορικό 10 αἰώνων, Ἀθήνα 2000, σ. 187-190, 193-194.
– Σαραντάκης Πέτρος, Ἀρκαδία, Οἱ Ἀκροπόλεις, τά Κάστρα καί οἱ Πύργοι της, Σιωπηλά ἐρείπια μιᾶς δοξασμένης γῆς, Ἀθήνα 2006, σ. 145-146 καί 160-162.
– Σταμίρη Γ. Α., Σημείωμα διά τήν Μονήν Καρυᾶς, Χρονικά τῶν Τσακώνων, τ. Β΄ (1961) σ. 121 κ.ἑ.
[envira-gallery id=”1602″