ΚΗΡΥΞΗ: Υ.Α. ΥΠΠΟ/ ΑΡΧ/ Β1/ Φ30/ 39768/ 771/ 20-8-1992 (ΦΕΚ 541/ Β/ 27-8-1992) ως κτίριο που χρήζει ειδική κρατική προστασία.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ
Ο θεμέλιος λίθος του Αγίου Βασιλείου τέθηκε το 1855 και τα εγκαίνιά του έγιναν 29 χρόνια μετά, το 1884. Πρόκειται για την κορυφαία εκκλησία της Τρίπολης.
Η Τρίπολη οφείλει το όνομά της πιθανώς στο γεγονός του συνοικισμού της από τις τρεις αρχαίες πόλεις της Μαντινείας, της Τεγέας και του Παλλαντίου. Το όνομά της αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Stefano Magno ως ερειπωμένο κάστρο Droboliza. Στις αρχές του 17ου αιώνα αποτελεί μια μεγάλη πολιτεία, έδρα του Τούρκου πασά και κέντρο της Πελοποννήσου, όμως στα τέλη του 18ου αιώνα επιδημία πανούκλας διώχνει τους κατοίκους της, οι οποίοι επιστρέφουν πάλι και η πόλη ξαναβρίσκει τη ζωντάνια της.
Με την έναρξη της Επανάστασης η Τρίπολη πολιορκείται από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος την κατέλαβε ύστερα από πέντε μήνες, κατορθώνοντας ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του Αγώνα. Το 1828 πυρπόλησε την Τριπολιτσά και την κατέστρεψε, ενώ γκρέμισε και την προγενέστερη εκκλησία όπου λατρευόταν ο άγιος Βασίλειος. Στις 7 Ιουλίου 1855 μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε το κέντρο της πόλης. Αυτή η πυρκαγιά δημιούργησε τις συνθήκες της κατασκευής του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Βασιλείου.
Η εκκλησία άρχισε να κτίζεται το 1855 και αποτελεί έργο αγνώστου αρχιτέκτονα. Ωστόσο, φαίνεται ότι σημειώθηκε διακοπή στις εργασίες κατασκευής της κατά το 1862-1863, αφού είχαν κτιστεί τα εργαστήρια από πρώτης ποιότητος συμπαγή ντόπιο μέλανα ασβεστόλιθο. Οι εργασίες του κυρίως ναού συνεχίστηκαν κατά το διάστημα 1864-1868 υπό την επίβλεψη του λοχαγού μηχανικού Αθ. Πολιτόπουλου. Πρόκειται για λιθόδμητο κτήριο με εξωτερική σύνθεση από λευκό μάρμαρο Δολιανών κατά το ισοδομικό σύστημα, έως το ύψος του πρώτου κοσμήτη.
Κατά τα έτη 1868-1884 πραγματοποιήθηκε η τρίτη οικοδομική φάση από τον πρώτο κοσμήτη (σε ύψος 5 μ.) έως το γείσο, μαζί με τους εσωτερικούς στύλους. Το συνολικό ποσό της δαπάνης ανήλθε στις 30.000 δραχμές. Το 1869 ο συνταγματάρχης Γεράσιμος Μεταξάς σχεδίασε τα δύο νέα κλιμακοστάσια, αντί του ενός μετωπικού.
Εμφανίζονται και άλλοι μηχανικοί, μεταξύ των οποίων ο Ν. Παντζείρης, ο οποίος εκπόνησε τα κατασκευαστικά σχέδια των αετωμάτων και του τρούλου περί το 1878. Την άνοιξη του 1880 φαίνεται ότι είχε κατασκευαστεί το γείσο του τρούλου και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους παρελήφθησαν φύλλα χαλκού για την επένδυση του τρούλου. Ο ναός τον Αύγουστο του 1882 φαίνεται ότι λειτουργείται. Τέλος, το 1883 ή αρχές του 1884 αναφέρεται δαπάνη για ξύλινο «τέμπλεον».
Το 1884 Γάλλοι μηχανικοί υπό τον Βidaut εκπονούν σχέδια ανακατασκευής δυτικού εξώστη και δυτικής όψης εργαστηρίων (σχέδια που εφαρμόστηκαν και διασώζονται) συνοδευόμενα από έκθεση στη γαλλική γλώσσα. Διασώζονται σειρές καταστάσεων μαστόρων και μαρμαράδων (μεταξύ των οποίων πολλοί Τηνιακοί), όπως και αποδείξεις δομικών υλικών.
Τα εγκαίνια του ιερού ναού πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 3 Ιουνίου 1884. Οι συμπληρωματικές εργασίες δεν σταμάτησαν και συνεχίστηκαν προμήθειες σκευών. Το 1885 άρχισε η διαδικασία επικάλυψης των τρούλων με φύλλα χαλκού, τα οποία είχαν παραγγελθεί στο Μάντσεστερ και η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε το 1890.
η τέταρτη και τελευταία κύρια οικοδομική φάση περιέλαβε την κατασκευή των κωδωνοστασίων εκ των οποίων το ένα αποπερατώθηκε το 1903 και το δεύτερο πιθανόν το 1905. Το μαρμάρινο τέμπλο αποτελεί σχέδιο του Ερνέστου Τσίλερ και λαξεύτηκε το 1911 από τεχνίτες της οικογένειας Ρεμούνδου. Ο δεσποτικός θρόνος και ο άμβωνας –που και τα δύο είναι μαρμάρινα- κατασκευάστηκαν επίσης με σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΤΟΙΧΟΠΟΙΪΑ
Ο ναός ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο με τρίπλευρη εξωτερικά αψίδα. Οι κεραίες του σταυρού στεγάζονται με δίρριχτες στέγες, ενώ ο τρούλος είναι επενδεδυμένος με χαλκό, με το τύμπανό του διάτρητο από μονόλοβα παράθυρα.
Οι προσόψεις του ναού, διαιρεμένες καθ’ ύψος με γείσα σε τρεις ορόφους, διατρυπώνται από μονόλοβα, δίλοβα και τρίλοβα ανοίγματα, καθώς επίσης και από φεγγίτες και φωτιστικές θυρίδες. Στην πολυπλοκότητα των όψεων συμβάλλει η κλιμακωτή σε πολλά επίπεδα διαμόρφωσή τους. Οι κάθετοι τοίχοι των κεραιών του σταυρού εξέχουν ελαφρώς από τους υπόλοιπους τοίχους.
Όλες οι θύρες του ναού, που είναι τοξωτές, περιβάλλονται επίσης από παραστάδες με επίκρανα και στεγάζονται με επίστεψη αετωματικής μορφής. Στη δυτική πλευρά, εκατέρωθεν της θύρας εισόδου και της δυτικής κεραίας του σταυρού, υψώνονται με τη μορφή πύργων δύο πολυώροφα κωδωνοστάσια, των οποίων ο τελευταίος όροφος, διάτρητος από δίλοβα ανοίγματα, προβάλλει πάνω από το σώμα του ναού.
Ο ναός είναι κτισμένος κατά το ισοδομικό σύστημα, με χρήση μαρμαρόλιθων με συμμετρικές διαστάσεις και εδράζεται σε ισόγειο που εσωτερικά στεγάζεται με σταυροθόλια και θολίσκους.
Κατά την παράδοση, αυτός ο ισόγειος χώρος είχε ξεκινήσει να κτίζεται τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια για να χρησιμοποιηθεί ως τζαμί. Η θέση του ναού, ο προσανατολισμός του (ΝΑ) και οι διαστάσεις του καθορίστηκαν ακριβώς από το προϋπάρχον εκεί μουσουλμανικό τέμενος του Μπεκίρ Πασά. Με αφετηρία την ορθογώνια κάτοψή του χαράχτηκε η κεντρική πλατεία και εν συνεχεία η νέα Τρίπολη. Πολεοδόμοι υπήρξαν οι Auguste Thophile Garnot και Σταμάτης Βούλγαρης.
ΦΟΡΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ – ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
Οι κυριότερες δεσποτικές εικόνες είναι έργα του 1918, του αγιογράφου Κωνσταντίνου Αρτέμη (1878-1972). Η τοιχογράφηση πραγματοποιήθηκε από τον Κωνσταντίνο Λώκη και ολοκληρώθηκε (με ορισμένες μεταγενέστερες συμπληρώσεις) είτε το 1927, είτε -το αργότερο- το 1928.
Πυρκαγιά που ξέσπασε στο ναό τον Οκτώβριο του 1995 προκάλεσε ζημιές στο δυτικό τμήμα του ναού, στο νάρθηκα. Σε ορισμένα σημεία της καμάρας του, καταστράφηκαν τελείως τα επιχρίσματα, τα οποία έφεραν ανεικονικό διάκοσμο, ενώ αιθάλη σε αραιό στρώμα κάλυψε τις υπόλοιπες τοιχογραφημένες εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Κούτση Αθηνά, Κούτση Βασιλική, Καζαμιάκης Κων/νος, Μελέτη αποκατάστασης Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου, Αρχείο 25ης Ε.Β.Α.